Η επανάσταση το 1917 άνοιξε μια νέα εποχή στην ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνοδική περίοδος ανήκε στο παρελθόν, και τώρα η Εκκλησία είχε να ασχοληθεί όχι με την ορθόδοξη αυτοκρατορία, αλλά με ένα διαφορετικό κράτος.<!--[if !supportFootnotes]-->[1]<!--[endif]--> Η μορφή του μελλοντικού συστήματος δεν ήταν ακόμα σαφής για τους συμμετέχοντες των εκδηλώσεων, αλλά ένα σημαντικό χαρακτηριστικό ήταν ξεκάθαρο: το νέο ρωσικό κράτος έπρεπε να γίνει κοσμικό, και να μην φορτώνεται τις ομολογιακές υποχρεώσεις, που ακόμα και η αυτοκρατορία, την τελευταία δεκαετία της ύπαρξής της, αναλάμβανε με δυσκολία. Η νομοθεσία της Προσωρινής Κυβέρνησης, της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1917, «Για την κατάργηση των θρησκευτικών και εθνικών περιορισμών» και «Όσον αφορά την ελευθερία της συνείδησης», επιβεβαίωσε τις προσδοκίες των ανθρώπων της εποχής . Ο λόγος ήταν για την Εκκλησία. Είχε να αποφασίσει πώς θα πρέπει να χτίζει τις σχέσεις της με το κοσμικό κράτος και να μιλήσει για το θέμα αυτό. Αυτό έκανε η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας των ετών 1917-1918.<!--[if !supportFootnotes]-->[2]<!--[endif]-->
Η Σύνοδος άρχισε τις εργασίες της στη Μόσχα, στις 15 Αυγούστου 1917. Στην πρώτη συνεδρίασή της, που εργάστηκε μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου 1917,ψηφίστηκαν δύο αποφάσεις οι οποίες, όπως φαίνεται, έμελλε να διαδραματίσουν τον καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας. Ήταν οι αποφάσεις για την αποκατάσταση του Πατριαρχείου και για τις πιθανές βάσεις των μελλοντικών σχέσεων κράτους-εκκλησίας στη Ρωσία. Το τελευταίο θέμα ήταν αφιερωμένο στον ειδικό «Προσδιορισμό της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας σχετικά με τη νομική κατάσταση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας»<!--[if !supportFootnotes]-->[3]<!--[endif]-->, που ψηφίστηκε, στην τελική του μορφή, στις 2 Δεκεμβρίου του 1917 (κατά το παλιό ημερολόγιο).
Είναι ενδιαφέροντες οι προσδιορισμοί του παρόντος εγγράφου. Ο όρος «Για την νομική θέση» ήταν νομοσχέδιο συμφωνίας Εκκλησίας-Κράτους(ή συμβιβασμού), που εκπονήθηκε από την Σύνοδο, το οποίο αναμενόταν να υποβληθεί προς εξέταση στην Πανρωσική Συντακτική Συνέλευση.<!--[if !supportFootnotes]-->[4]<!--[endif]-->Ας υπενθυμίσουμε ότι, ακριβώς η Συντακτική Συνέλευση ήταν ο μόνος νόμιμος φορέας που μπορούσε να αποφασίσει την τύχη του μελλοντικού κρατικού συστήματος της χώρας. Ακριβώς υπέρ της Συντακτικής Συνέλευσης παραιτήθηκε από το θρόνο ο Μεγάλος Δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς, στον οποίον δόθηκε η αυτοκρατορική εξουσία κατά την πράξη της παραίτησης του αυτοκράτορα Νικολάου Β΄. Η Προσωρινή Κυβέρνηση έπρεπε να οδηγήσει τη χώρα ως τη Συντακτική Συνέλευση, με την έναρξη των εργασιών της οποίας,το πληρεξούσιο της Προσωρινής Κυβέρνησης τελείωνε. Γι 'αυτό, αυτό το έγγραφο ελέγχθηκε και εγκρίθηκε από τη Σύνοδο κατά την πρώτη συνεδρίαση, μετά την εκλογή του Πατριάρχη και τον καθορισμό της δομής της ανώτατης εκκλησιαστικής διοίκησης: ήταν ανάγκη να προφτάσουν την έναρξη εργασιών της Συντακτικής Συνέλευσης,που έπρεπε να αρχίσει στις 5 (18) Ιανουαρίου του 1918, στο Παλάτι Ταβρίτσεσκι, στο Πετρογκράντ.
Λόγω της κατάστασης του νομοσχεδίου, ο Προσδιορισμός της 2ας Δεκεμβρίου δεν είχε χαρακτήρα άμεσης καθοδήγησης για τους Ρώσους κληρικούς και λαϊκούς στις επαφές τους με τις δημόσιες αρχές και κοινωνικές ενώσεις. Το έγγραφο προοριζόταν για περαιτέρω συζήτηση, προσαρμογές,διορθώσεις, τροποποιήσεις και προσθήκες από τα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης. Ήταν μόνο οι προτάσεις από την Εκκλησία,για το θέμα της μελλοντικής της κατάστασης, η έκθεση της εκκλησιαστικής άποψης για το θέμα αυτό. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές αναφέρθηκαν όχι από κάποιο ιεράρχη, ούτε από την Ιερά Σύνοδο,αλλά από την Ανώτατη Εκκλησιαστική αρχή. Στη Συντακτική Συνέλευση, η οποία έπρεπε να διατυπώσει τις βάσεις της πολιτικής και δημόσιας ζωής της χώρας μετά την άλωση της αυτοκρατορίας, απευθυνόταν η παν-Ρωσική Εκκλησιστική Σύνοδος, που συγκαλέστηκε για να ταξινομήσει τη ζωή της Ρωσικής Εκκλησίας μετά τη συνοδική περίοδο,ήταν ένα είδος εκκλησιαστικής συντακτικής συνέλευσης. Οι προτάσεις της είχαν εξαιρετικό κύρος, και με βάση τους όρους της, θα έπρεπε να χτίζονται οι επόμενες συζητήσεις σχετικά με τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας στη Ρωσία. Τουλάχιστον, αυτή η άποψη φαινόταν να είναι δίκαιη από τα μέλη της Τοπικής Συνόδου.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των προτάσεων;
Νομίζουμε ότι ήδη τα δύο πρώτα άρθρα της Συνοδικού ορισμού διατύπωσαν τις κύριες ιδέες αυτού του εγγράφου. Τα υπόλοιπα 23 άρθρα ανάπτυσσαν και προσδιόριζαν αυτές οι ιδέες. Πρώτα από όλα, η Σύνοδος επέμεινε ότι
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία «έχει στο ρωσικό κράτος προτεραιότητα μεταξύ άλλων δογμάτων στην κοινωνική και νομική θέση, που της πρέπει, ως το μεγαλύτερο ιερό της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού,και ως η μεγάλη ιστορική δύναμη που δημιούργησε το ρωσικό κράτος»<!--[if !supportFootnotes]-->[5]<!--[endif]-->.
Η δεύτερη βασική ιδέα του ορισμού ήταν η ισχυροποίηση της εσωτερικής αυτονομίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της μη κρατικής παρέμβασης στην εσωτερική της ζωή: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσία, στη διδασκαλία της πίστης και της ηθικής, της λατρείας, στην εσωτερική εκκλησιαστική πειθαρχία και στις σχέσεις με τις άλλες αυτοκεφαλικές εκκλησίες, είναι ανεξάρτητη από την κρατική εξουσία, και οδηγώντας από δογματικές και κανονικές βάσεις, απολαμβάνει, στα θέματα της εκκλησιαστικής νομοθεσίας, της διεύθυνσης και της δικαιοσύνης, δικαιώματα αυτοδιάθεσης και αυτοδιοίκησης»<!--[if !supportFootnotes]-->[6]<!--[endif]-->.
Η θέση για την προτεραιότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε και αργότερα, ερμηνευόταν εσφαλμένα. Εδώ φαίνεται η απαίτηση της Εκκλησίας να διατηρήσει την κρατική της κατάσταση, που υπήρχε στην αυτοκρατορική περίοδο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η περίπτωση ήταν αντίθετη. Η Προτεραιοτική θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας καταργούσε και αντικαθιστούσε την δεσπόζουσα θέση, την οποία κατείχε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι η κυριαρχική θέση προϋποθέτει νομικούς περιορισμούς πολιτών της αυτοκρατορίας που δεν ανήκουν στην Ρωσική Ορθόδοξη ελληνο-καθολική Εκκλησία. Ειδικότερα, η απόσυρση από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τιμωρούνταν, σύμφωνα με το δίκαιο, μέχρι το 1905. Όταν αλλόθρησκος παντρευόταν με ορθόδοξο, ο αλλόθρησκος έπρεπε να λάβει την Ορθοδοξία, και ακόμη, όταν η αλλόθρησκη οικογένεια υιοθετούσε παιδί, έπρεπε να το ανατρέφει στην Ορθοδοξία, και ούτω καθεξής. <!--[if !supportFootnotes]-->[7]
Η κατάσταση προτεραιότητας, όπως αντανακλάται στα επόμενα άρθρα του Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου, δεν προϋπέθετε τους νομικούς περιορισμούς για τους αλλόθρησκους πολίτες. Στη διευκρίνηση του σημείου αυτού ήταν αφιερωμένη η Διακήρυξη για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, που δημιούργησε ο Σέργιος Μπουλγκάκοφ, με την παραγγελία της Συνόδου. Η Δήλωση προηγήθηκε του Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου και ήταν ένα είδος σχόλιο σ’ αυτόν, εξηγώντας τις αρχές που αποτελούσαν τη βάση του Ορισμού. Η Δήλωση τόνισε την αρχή της απολιτικότητας της Εκκλησίας, το γεγονός, ότι δεν υποστήριζει οποιοδήποτε από τα αντιμαχόμενα κόμματα και «δεν προσχεδιάζει τρόπους για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων». Κατά συνέπεια, αναφέρεται στη δήλωση, η Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, παραπέμποντας τη λύση αυτού του θέματος στην κρίση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Ωστόσο, η Εκκλησία - αναφέρεται στη δήλωση - «δεν μπορεί να εγκαταλείψει την αποστολή της να φωτίζει, να μεταμορφώνει όλη την ζωη της ανθρωπότητας», συμπεριλαμβανομένης και της δημόσιας ζωής. Και οι δημόσιες δραστηριότητες θεορούνται από την Εκκλησία ως μια χριστιανική διακονία.
Προχωρώντας από την ιδέα ότι η Εκκλησία αγιάζει εσωτερικά τη ζωή του λαού και του κράτους, αντί να χρησιμοποιεί μέτρα «εξωτερικού καταναγκασμού», η Δήλωση απέρριπτε κάθε μορφή βίας κατά της συνείδησης των αλλοθρήσκων. Με αυτή τη Δήλωση η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αρνιόταν την παρελθούσα δεσπόζουσα θέση της, έδινε να καταλάβουν ότι δεν συνδέει με εξωτερικά (νομικά) μέτρα την έγκριση της προτεραιότητάς της. Η ιδέα του εσωτερικού αγιασμού της λαϊκής ζωής και κατανόησης της εξουσίας ως Χριστιανικής διακονίας οδηγούσε τα μέλη της Συνόδου στην ιδέα της συνεργασίας μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Σ’ αυτή την ιδέα διεισδύουν τόσο η Δήλωση όσο και ο ίδιος ο Ορισμός της 2ας Δεκεμβρίου. Η Ένωση της Εκκλησίας και του κράτους, βασιζόμενη στον «ελεύθερο εσωτερικό αυτο-προσδιορισμό», να το ιδανικό της σχέσης τους, για την οποία μιλάει η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.<!--[if !supportFootnotes]-->[8]<!--[endif]--> Με τον τρόπο αυτό, βρίσκεται σε αντίθεση προς τη βασική αντίληψη της αρχής του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, που αναγόταν στις ιδέες των στοχαστών του Διαφωτισμού, και κυκλοφορούσε ευρέως στη ρωσική κοινωνία. Σύμφωνα μ’αυτή την αρχή, εφόσον η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση συγκεκριμένου πολίτη, πρέπει να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή.
Η προτεραιωτική κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με τη Δήλωση, είναι σημάδι και εγγύηση του ότι η νέα ρωσική κυβέρνηση έχει επίγνωση των πνευματικών και ιστορικών ριζών της και δέχεται την ιδέα της ένωσης με την Εκκλησία, που ανακηρύχτηκε στην Τοπική Σύνοδο. Έτσι, η αναμενόμενη προτεραιότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν η προτεραιότητα του κύρους και όχι η κυριαρχία δικαιώματος. Μ’αυτή την απόφαση η Εκκλησία αρνιόταν την παλαιά της θέση, η οποία ήταν ένα είδος αποζημίωσης από την αυτοκρατορία για την εισβολή στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, η οποία έλαβε χώρα στη συνοδική περίοδο. Η διατύπωση που βρήκε η Σύνοδος,έπρεπε να τονίσει τη νέα κατάσταση της Εκκλησίας. Ας δούμε σε τί και πώς εκφραζόταν αυτή η νέα κατάσταση.
Πρώτα απ’ όλα, η προτεραιότητα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αντικατοπτριζόταν εκεί όπου η Ρωσική κυβέρνηση, στην επίσημη ζωή της, για παράδειγμα, σε διάφορες τελετές, απευθυνόταν στους θρησκευτικούς θεσμούς της χώρας, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε την πρώτη θέση μεταξύ άλλων δογμάτων (Άρθρο 8). <!--[if !supportFootnotes]-->[9]<!--[endif]--> Στη συνέχεια,η προτεραιωτική κατάσταση εκφραζόταν στο γεγονός, ότι ο επικεφαλής του ρωσικού κράτους ομολογούσε την Ορθοδοξία, ανεξάρτητα από το ποιο επίσημο πρόσωπο θα προέκυπτε με την απόφαση της Συντακτικής Συνέλευσης (ας πούμε, ο μονάρχης, πρόεδρος ή πρωθυπουργός, ή άλλοι), καθώς και Υπουργοί των θρησκειών (δηλαδή Υπουργεία, αρμόδια για τις επαφές με τις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας) και της λαϊκής επιμόρφωσης και οι αναπληρωτές τους(άρθρο 7).
Σύμφωνα με ορισμένα άρθρα του Ορισμού, το κράτος θα υπεράσπιζε την Ορθοδοξία από την άμεση βία και τις προσβολές. Υπό την απειλή της ποινικής δίωξης θα απαγορευόταν η δημόσια προσβολή της Εκκλησίας και των κληρικών της, η βεβήλωση των τόπων Ορθόδοξης λατρείας και σεβασμού, απειλές βίας, που έχουν στόχο την αναγκαστική έξοδο από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Την Εκκλησία θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν μόνο ενήλικοι, ή όλη η οικογένεια, και,στην τελευταία περίπτωση,από τα παιδιά 9 ετών και άνω απαιτούνταν η συναίνεσή τους (άρθρα 11-12).
Η ιδιαίτερη κατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας, κατά την σκέψη της Συνόδου, θα στερεωνόταν,επίσης, με το γεγονός ότι η καταγραφή για τις ιερές πράξεις της (βάπτισμα, γάμος,εκκλησιαστικό διαζύγιο και η ενταφίαση) θα είχαν την μορφή της πολιτικής(αστικής) κατάστασης (άρθρο 13-17). Ιερωμένοι, εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και μοναχοί θα απαλλάσσονταν από τις προσωπικές υποχρεώσεις, όπως η στρατιωτική θητεία, και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών οργανισμών θα εξισώνονταν στα δικαιώματα με τους δημόσιους υπαλλήλους (άρθρο 21). Μια άλλη σημαντική πρόταση του Συμβουλίου, ήταν η υποχρέωση για τους Ορθόδοξους πολίτες της μάθησης Ορθοδόξων θρησκευτικών μαθημάτων (ο Νόμος του Θεού) σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής κλίμακας(άρθρο 19). Τέλος,το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας προτίθετο να γίνει κρατικό εορτολόγιο, δίνοντας στις 12 εκκλησιαστικές γιορτές κατάσταση αργιών, (άρθρα 9-10).
Στις παραγράφους του Συνοδικού ορισμού που είχαν στόχο να εδραιώσουν τη προτεραιωτική θέση της Εκκλησίας, προσχωρούν άρθρα, τα οποία θα έπρεπε να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για τη συνεργασία μεταξύ της Εκκλησίας και του νέου ρωσικού κράτους. Έτσι, με τα μέσα και με τις προσπάθειες του κράτους προτίθετο να εφαρμόσει την διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης στα δημόσια σχολεία και την ικανοποίηση των πνευματικών αναγκών των εργαζομένων στο στρατό και το στόλο.Η Σύνοδος περιλάμβανε τη δυνατότητα της χρηματοδότησης της Εκκλησίας « στα πλαίσια των αναγκών της» από το κράτος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, το χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέρος του εκκλησιαστικού προϋπολογισμού θα έπρεπε να εγκριθεί από τις νομοθετικές αρχές, και η Εκκλησία θα’πρεπε να λογοδοτήσει για το ποσό, που έλαβε από τον κρατικό προϋπολογισμό απέναντι σε κρατικούς φορείς (άρθρο 24).Σε εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, τόσο ειδικά, όσο και ημερήσια, που διοργανώθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, προτίθετο να δοθεί το δικαίωμα των δημοσίων σχολείων (άρθρο 18-20). Έτσι, στην πραγματικότητα, μιλούσαν για την πλήρη είσοδο των εκκλησιαστικών σχολείων στο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης, που σκόπευε στο ενιαίο σύστημα των εκπαιδευτικών προτύπων, καθώς και διπλωμάτων ειδικότητας, πτυχίων,τίτλων κ.λπ.. Αυτό θα σήμαινε την ελεύθερη κυκλοφορία των σπουδαστών και των διδασκόντων μεταξύ κρατικών και εκκλησιαστικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Έχουμε ήδη πει ότι η δεύτερη βασική ιδέα του Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου του 1917, ήταν η υιοθέτηση της εσωτερικής εκκλησιαστικής αυτονομίας. Τέτοιου είδους αυτονομία, κατά τη γνώμη της Συνόδου, θα ήταν εγγυημένη, σε περίπτωση που το κράτος αναγνωρίζει τις πράξεις του εκκλησιαστικού δικαίου, της διακυβέρνησης και του Ελεγκτικού Συνεδρίου(ορισμών Συνόδου, αποφάσεων του Πατριάρχη και της Συνόδου, του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, κ.λπ.) και τους δίνει ίδια νομική ισχύ με τις κρατικές Πράξεις (άρθρο 3), αναγνωρίζει ως νόμιμες τις πληρεξουσιότητες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων (άρθρο 5), και τους νόμους που αφορούν τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συντονίζει τη συνεργασία με τις εκκλησιαστικές αρχές (άρθρο 4). Έτσι, το κράτος θα εγγυόταν το απαραβίαστο του εσωεκκλησιαστικού δικαίου,τόσον στις ενεργές πράξεις, όσο και σ’αυτές που θα έχουν δημοσιευθεί αργότερα, θα αναλάμβανε τη δέσμευση να μην παρεμβαίνει στην εσωεκκλησιαστική ζωή.
Ας εξηγήσουμε με παράδειγμα το νόημα αυτής της πρότασης της Συνόδου. Ας υποθέσουμε,ότι το εκκλησιαστικό δικαστήριο απέρριψε από την καθέδρα, για κανονικό σφάλμα, έναν επίσκοπο της Ρωσικής Εκκλησίας,ότι ο Πατριάρχης, και μετά η παν-ρωσική τοπική Σύνοδος, ως ανώτατη εφέσιμη βαθμίδα, επιβεβαίωσε αυτή την απόφαση, την οποία έθεσε σε ισχύ. Από αυτή τη στιγμή, στα μάτια των δημόσιων αρχών, που αναγνωρίζουν το κύρος των εκκλησιαστικών πράξεων, ο πρώην επίσκοπος έπαψε να είναι εκπρόσωπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και επικεφαλής της Επισκοπής του. Έγινε ιδιώτης ο οποίος δεν μπορεί να απευθύνεται ως κληρικός στο ποίμνιο της Ρωσικής Εκκλησίας και να διαθέτει την περιουσία της. Με τον τρόπο αυτό, ο έκπτωτος επίσκοπος δεν υφίσταται οποιουσδήποτε νομικούς περιορισμούς ως πολίτης της Ρωσίας: η ελευθερία του δεν περιορίζεται, δεν κατάσχεται η προσωπική του ιδιοκτησία ,- αυτός μόνο, από τη σκοπιά των κοινωνικών και νομικών σχέσεων, παύει να είναι αντιπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι περιττό να πούμε, ότι τέτοιες υποχρεώσεις του κράτους θα καθιστούσαν αδύνατο τον χειρισμό ενδοεκκλησιαστικών διαφωνιών και φιλοδοξιών ιερέων, πράγματα στα οποία τόσο μεθοδικά κατέφυγε η μπολσεβίκικη εξουσία του 1920, και που έχουν οδηγήσει στον εκκλησιαστικό διχασμό στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 - 1990.
Εκτός από τις γενικές προτάσεις για την εξασφάλιση ενδοεκκλησιαστικής δικαιοδοσίας η Σύνοδος απαρίθμησε τέτοιους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής, το απαραβίαστο των οποίων υπολόγιζε να εξασφαλίσει με ειδικό τρόπο. Έτσι, στον καθορισμό της Συνόδου, έγινε πρόταση για την εναρμόνιση με τους κανόνες του εκκλησιαστικού δικαίου της κρατικής νομοθεσίας, για το γάμο ατόμων Ορθοδόξου ομολογίας(άρθρο 13, 16). Η γενική θέση για την αναγνώριση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συμπληρωνόταν με πρόταση για την απαλλαγή ιερέων και μοναχων από ευθύνες που είναι ασυμβίβαστες με την εκκλησιαστική διακονία τους, και ιδίως - από τη στρατιωτική θητεία (άρθρο 21).
Μαζί με την αναγνώριση του κύρους των εκκλησιαστικών πράξεων,η Σύνοδος προτίθετο να ζητήσει διασφαλίσεις από το κράτος και για το απαραβίαστο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σ’αυτό το θέμα αφιερώθηκαν τα τελευταία άρθρα του Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου 1917. Σύμφωνα μ’αυτά, η περιουσία των εκκλησιαστικών οργανισμών δεν μπορεί να υπόκειται σε δήμευση και σε φορολογία κάθε επιπέδου (αν αυτή δε νοικιάζεται) και οι οργανώσεις δεν καταργούνται χωρίς τη συγκατάθεση των εκκλησιαστικών αρχών(άρθρο 22 -23).
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η πρόταση του Συμβουλίου για τις εκκλησιαστικές οργανώσεις, ώστε να έχουν δικαιώματα νομικού προσώπου ανεμπόδιστα, σύμφωνα με δήλωση των εκκλησιαστικών αρχών, και όσες έχουν αυτά τα δικαιώματα να τα διατηρούν (άρθρο 25). Στην συνοδική περίοδο, δεν είχαν όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα αυτά τα δικαιώματα,δηλαδή μπορούσαν να είναι ανεξάρτητες οντότητες αστικών νομικών σχέσεων. Για παράδειγμα, οι ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν απολάμβαναν δικαιώματα νομικού προσώπου και αυτό, κατά τη γνώμη των διασήμων προ-επαναστατικών ιεραρχών, περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες για την ενοριακή εκκλησιαστική φιλανθρωπία και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εμπόδιζε την πρωτοβουλία των απλών κληρικών και λαϊκών, τελικά, φτώχαινε την ενοριακή ζωή. <!--[if !supportFootnotes]-->[10]<!--[endif]--> Έτσι, το τελευταίο άρθρο του Συνοδικού Ορισμού, θα εξασφάλιζε όχι μόνο τη οικονομική ανεξαρτησία πολλών θρησκευτικών ιδρυμάτων, αλλά και θα ετίθετο ως προϋπόθεση για την κανονική εξέλιξη της καθαυτό εκκλησιαστικής ζωής.
Ωστόσο, η αναγνώριση του απαραβίαστου και της ενδοεκκλησιαστικής ζωής και της εκκλησιαστικής περιουσίας από το κράτος δεν σήμαινε και την απουσία συγκρούσεων κράτους-εκκλησίας στο μέλλον. Στην περίπτωση συγκρούσεων ο Ορισμός της 2ας Δεκεμβρίου πρότεινε λύση στο δικαστήριο (άρθρο 6). Η σημασία αυτού του άρθρου είναι καθοριστική . Μην υποτιμάτε τη σημασία αυτού του άρθρου. Στο συνοδικό σύστημα σχέσεων κράτους-εκκλησίας οι εργασίες εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ατόμων εφεσιβάλλονταν στις ανώτατες ιεραρχικές βαθμίδες της ίδιας γραφειοκρατικής δομής, στην οποία αυτά τα ιδρύματα και πρόσωπα ανήκαν.Η Εκκλησία,δεσμευμένη από το κρατικό -γραφειοκρατικό σύστημα, ενταγμένη στο μηχανισμό της δημόσιας διοίκησης,όντως, στην πραγματικότητα, μέρος αυτού του συστήματος, μπορούσε να ελπίζει μόνο στην«καλωσύνη» δημοσίων υπαλλήλων και, τελικά, του Κυρίου Αυτοκράτορα.<!--[if !supportFootnotes]-->[11]<!--[endif]--> Τώρα, σύμφωνα με τον Ορισμό της Συνόδου, όλα θα’πρεπε να αλλάξουν. Διαιτητικό όργανο μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους αναγνωριζόταν μόνο η «τρίτη αρχή», η δικαστική εξουσία. Αυτό σήμαινε ότι η Εκκλησία συνειδητοποιεί τον εαυτό της ως ένα δημόσιο οργανισμό, και όχι ως μέρος της κρατικής μηχανής και εξασφαλίζει την ουσιαστική εκκλησιαστική αυτονομία,και την εγγύηση ότι και οι δύο πλευρές της συμφωνίας Εκκλησίας –Κράτους θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Το γεγονός ότι η Τοπική Σύνοδος των ετών 1917-1918, σκόπευε να στηρίξει στις μελλοντικές σχέσεις κράτους-εκκλησίας την αρχή της εσωτερικής αυτονομίας της Εκκλησίας, δείχνει πώς είδαν αυτό το κράτος τα μέλη της Συνόδου. Γι αυτούς, χωρίς αμφιβολία, ήταν κοσμικό,μη δεσμευμένο από το νόμο με όποια θρησκευτική οργάνωση,τέτοιο κράτος, οι υπάλληλοι του οποίου στις υπηρεσιακές δράσεις τους, δεν δεσμεύονται από θρησκευτικές προτιμήσεις. Ακόμη, μιλώντας για τον ορθόδοξο επικεφαλής του ρωσικού κράτους και τους υπουργούς του,ο Ορισμός της 2ας Δεκεμβρίου πουθενά δεν επέμεινε, ότι οι υπάλληλοι, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες της Ορθοδοξίας. Το Ορθόδοξο θρήσκευμα τους σκεφτόταν μόνο ως ένα δείγμα σεβασμού, που το κράτος έδειχνε σ’ αυτή την Εκκλησία, στην οποία ανήκε η πλειοψηφία των πολιτών της, αλλά αυτό δεν επέβαλλε υποχρεώσεις στην πολιτική του. <!--[if !supportFootnotes]-->[12]
Το πρόβλημα σχέσεων με το κοσμικό κράτος, η επικαιρότητα του οποίου αυξανόταν σταδιακά και μέχρι την επανάσταση το 1917, μετά την άλωση της αυτοκρατορίας προέκυψε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία σαφώς. Το συνειδητοποιούσαν απολύτως οι εκκλησιαστικοί παράγοντες πριν έρθουν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι. <!--[if !supportFootnotes]-->[13]<!--[endif]--> Για την Σύνοδο των ετών 1917-1918, αυτό ήταν το κύριο πρόβλημα στην σφαίρα σχέσεων κράτους-Εκκλησίας. Ακριβώς αυτό προσπάθησε να λύσει η Σύνοδος με τον Ορισμό της «για την νομική κατάσταση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Μπορούσε να λυθεί με σύμβαση (συμφωνία, συμβιβασμό) μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Σύμβαση, η οποία θα εγγυόταν την εσωτερική ανεξαρτησία της Ρωσικής Εκκλησίας.
Αυτή η ανεξαρτησία συνειδοτοποιόταν ως η πρωταρχική ανάγκη της Εκκλησίας. Οχι τυχαία, το ζήτημα της εσωτερικής ανεξαρτησίας τέθηκε στην αρχή του Συνοδικού Ορισμού: «Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγνωρίζει ότι για την διασφάλιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία, με την αλλαγή του πολιτικού συστήματος πρέπει να ψηφιστούν από το κράτος οι ακόλουθες βασικές διατάξεις ...». <!--[if !supportFootnotes]-->[14]<!--[endif]-->Ως κύριο τρόπο για τη διασφάλιση της εκκλησιαστικής ελευθερίας ο Ορισμός αναγνώριζε τη διάκριση των εκκλησιαστικής και κρατικής δικαιοδοσιών. <!--[if !supportFootnotes]-->[15]
Το 6ο άρθρο του Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου,ιδιαίτερα, δείχνει το αστήρικτο του ισχυρισμού ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήθελε να διατηρήσει την «κυρίαρχη» θέση της. Η Εκκλησία έλπιζε να πάψει να είναι μέρος του κρατικού μηχανισμού. Μπορούμε να πούμε ότι το ψηφισμένο στη Σύνοδο σχέδιο Συνθήκης, σηματοδότησε την έξοδο της Εκκλησίας από τους κρατικούς θεσμούς και τη μετάθεσή της στην σφαίρα των κοινωνικών θεσμών και σχέσεων. Το 6 ο άρθρο του συνοδικού Ορισμού δείχνει ότι η Εκκλησία θεωρούσε τον εαυτό της χωρισμένη από το κράτος, αλλά καταλάβαινε αυτό το ξεχωρισμό τελείως διαφορετικά από τους μελλοντικούς αντιπάλους της<!--[if !supportFootnotes]-->[16]<!--[endif]-->. Πρόκειται, όχι για το θρίαμβο της αρχής της κοσμικοποίησης, αλλά κατά τον ορισμο του Σ.Ν.Μπουλγκάκοφ, για τη διαίρεση της «δικαιοδοσίας του κράτους και της Εκκλησίας» <!--[if !supportFootnotes]-->[17]<!--[endif]-->. Αυτή η κατανόηση του χωρισμού, προτεινόμενη απο τη Σύνοδο, δεν απέκλειε ούτε την προτεραιότητα της Ρωσικής Εκκλησίας, μεταξύ άλλων θρησκειών της χώρας, ούτε την ολόπλευρη συνεργασία μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, και, ταυτόχρονα, ξεπερνούσε οδυνηρές, για την Εκκλησία και , μη προοπτικές για το κράτος, σχέσεις μεταξύ τους, που ήταν χαρακτηριστικές κατά τη συνοδική περίοδο. Απεναντίας, η διάκριση εκκλησιαστικής και κρατικής δικαιοδοσίας, ήταν προϋπόθεση για την αμοιβαία επωφελή συνεργασία.
Στην πραγματικότητα, η ιδέα της συνεργασίας μεταξύ του κράτους και της εκκλησίας ήταν μια από τις βασικές κατά τη συζήτηση της εισήγησης σχετικά με τη νομική κατάσταση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η απομόνωση της Εκκλησίας από την κρατική και τη δημόσια ζωή, από την ενεργό, αλλά όχι πολιτική, συμμετοχή στην ζωή της χώρας, που, όπως φαινόταν, προέκυπτε ως συνέπεια της εννοούμενης αρχής της κοσμικότητας, θεωρείτο από τα μέλη της Συνόδου ως εμφανές κακό, ως πειρασμός, ο οποίος « πρέπει να διασκορπιστεί σαν σύννεφο». «Πρέπει να καταδικαστεί, να απορριφθεί και να θεωρηθεί παράλογο, αυτό που ονομάζεται διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, η χορήγηση στο κράτος αποκλειστικά της κοσμικής κυριαρχίας και η έξοδος της Εκκλησίας κάπου στο διάστημα, έξω από την ιστορία και από τη ζωή», - έλεγε κατά την παρουσίαση του σχεδίου Ορισμού της 2ας Δεκεμβρίου, στην Σύνοδο, ο εισηγητής Σ.Ν. Μπουλγκάκοφ <!--[if !supportFootnotes]-->[18]<!--[endif]-->.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αρχή της προτεραιότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ρωσικό κράτος, στις λεπτομέρειες της οποίας δόθηκε τόσος πολύς χώρος στο συνοδικό σχέδιο συμβιβασμού, έγινε αντιληπτή ως ένα βήμα προς τέτοια συνεργασία, ως μια έκφραση προθυμίας για συνεργασία από την πλευρά του κράτους, στη βάση της αναγνώρισης απ’αυτό της ιστορικής υπηρεσίας της Εκκλησίας και του δυναμικού της, ως ηθικού παιδαγωγού του λαού. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις Συνοδικές πράξεις δεν αναφερόταν ότι ορισμένα από τα προνόμια που προέβλεπε για τον εαυτό της η Ορθόδοξη Εκκλησία, για παράδειγμα, την αναγνώριση της νομιμότητας του γαμήλιου δικαίου, την καταχώριση στα εκκλησιαστικά αρχεία, τα σχετικά με τα μυστήρια, τη μορφή των ληξιαρχικών πράξεων, την απαλλαγή των κληρικών από μερικές δημόσιες υποχρεώσεις, κλπ. δεν μπορούν να χρησιμοποιούν οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. (Η εξαίρεση αποτελούσε ίσως το μόνο άρθρο για την προτεραιότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη δημόσια ζωή: την προτεραιότητα τιμής, όχι δικαίου.) Η Εκκλησία δεν επεδίωκε το μονοπώλιο της κατοχής αυτών των δικαιωμάτων, αλλά την αναγνώρισή τους από το κράτος.
Έτσι, στον Καθορισμό της Τοπικής Συνόδου της 2ας Δεκεμβρίου 1917, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προσπάθησε να διατυπώσει τις αρχές των σχέσεών της με το κοσμικό κράτος, τέτοιες σχέσεις που θα διασφάλιζαν την εσωτερική ελευθερία της, αλλά και θα συμφωνούσαν με το ρόλο της στην ιστορία και στη ζωή της χώρας, θα της επέτρεπαν να συμμετέχει ενεργά στην κοινωνία. Γι αυτό το σκοπό, τα μέλη της Συνόδου, προέτειναν να στηριχθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στην προτεραιωτική θέση μεταξύ άλλων θρησκείων της Ρωσίας και , ταυτόχρονα, να χωριστούν οι σφαίρες της κρατικής και της εκκλησιαστικής δραστηριότητας, δημόσιου και εκκλησιαστικού δικαίου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, ο ορισμός της Συνόδου, ήταν ένα σημαντικό ιστορικό προηγούμενο. Το 1917, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ορθοδοξίας, έχει τεθεί το πρόβλημα σχέσεων μεταξύ της Τοπικής Ορθοδόξης Εκκλησίας και του κοσμικού κράτους. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, με την Ιερά Σύνοδο, προέτεινε λύση για το πρόβλημα αυτό, σε μορφή σχεδίου συμβιβασμού μεταξύ της Εκκλησίας και του κοσμικού κράτους. Αυτό ήταν ένα πραγματικά επαναστατικό βήμα που θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας, και στην ιστορία του Ρωσικού κράτους.
Η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, με το Διάταγμά της του 1918 «Για την ελευθερία της συνείδησης, τις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές κοινότητες», απέρριψε την πρόταση. Κυριολεκτικά, σε κάθε θέση του Ορισμού αντιστοιχούσε μια, σχεδόν αντίθετη, άποψη - θέση του Διατάγματος <!--[if !supportFootnotes]-->[19]<!--[endif]-->.Οι αρχές, όχι μόνο δεν αναγνώριζαν τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας και δεν εγγυόνταν την ανεξαρτησία της, αλλά και έδιωχναν την Εκκλησία από όλους τους τομείς της κοινωνίας, στερώντας την από τα πιο συνηθισμένα δικαιώματα και την ιδιοκτησία.Το Διάταγμα του Σοβιέτ Εθνικών Επιτρόπων (ΣΕΕ) πραγματοποιούσε την αρχή διαχωρισμού Εκκλησίας από το κράτος στην πιο ριζοσπαστική εκδοχή της. Ήταν η αρχή της στρατευμένης κοσμικοποίησης που δεν άφησε καμία θέση στην θρησκεία στην δημόσια ζωή. Με αυτή την έννοια, το Διάταγμα δεν συνέχισε την προ-επαναστατική παράδοση της νομοθεσίας <!--[if !supportFootnotes]-->[20]<!--[endif]-->, η οποία σταδιακά οδηγούσε τη Ρωσία σε πιο ευρεία ελευθερία της συνείδησης,αλλά τη διέκοψε για πάντα, βάζοντας την Εκκλησία και την εξουσία σε μια κατασταση σκληρής, αλλά,ιστορικά, καταδικασμένης σε αποτυχία αντιπαράθεσης.
Σήμερα, και οι δύο πλευρές αυτής της αντιπαράθεσης , στην πραγματικότητα, βρίσκονται στο ίδιο ιστορικό σημείο όπως και 90 χρόνια πριν. Η Ρωσική Εκκλησία εξακολουθεί να έχει βασική ανάγκη τη διευθέτηση των σχέσεών της με το κοσμικό κράτος. Το Ρωσικό κράτος δεν έχει ξεπεράσει την αδράνεια της στρατευμένης εκκοσμίκευσης,εξαιτίας της οποίας οι θρησκευτικές κοινότητες της χώρας δεν επέστρεψαν ακόμη πλήρως στην δημόσια ζωή. Άραγε, δεν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε το κίνημα προς μια αμοιβαία επωφελή σύμβαση; Αυτός θα είναι μεγάλος δρόμος, αλλά πρέπει να ξεκίνησουμε κάποια στιγμή.
<!--[if !supportFootnotes]--><!--[if !supportFootnotes]-->[1]<!--[endif]--> Βλέπε: Смолич И. К вопросу о периодизации истории Русской Церкви / Перевод с немецкого архим. Макария (Веретенникова) // Альфа и Омега. 1998. № 3(17). С. 173–174.
<!--[if !supportFootnotes]-->[2]<!--[endif]--> Αυτή είναι η επίσιμη ονομασία της συνόδου, που αντανακλάται στη διεκπεραίωση της. Σήμερα πιο συχνά χρησιμοποιείται όρος Τοπική Σύνοδος των 1917-1918 ετών
<!--[if !supportFootnotes]-->[3]<!--[endif]--> Священный собор Православной Российской Церкви. Собрание определений и постановлений. Вып. 2. М., 1918. С. 6–8; Русская Православная Церковь и коммунистическое государство. 1917–1941. С. 13–15.
<!--[if !supportFootnotes]-->[4]<!--[endif]--> Священный собор Православной Российской Церкви. Деяния. Кн. 4. Вып. 1. Пг., 1918. С. 16; Священный собор Православной Российской Церкви 1917–1918 гг. Обзор деяний. Первая сессия / Сост. А. Г. Кравецкий, А. А. Плетнева, Г.-А. Шредер, Г. Шульц, под общ. ред. Г. Шульца. М., 2002. С. 128.
<!--[if !supportFootnotes]-->[5]<!--[endif]--> Собрание определений и постановлений. Вып. 2. С. 6. Курсив в цитате наш. – А. Б.
<!--[if !supportFootnotes]-->[6]<!--[endif]--> Επίσης εκεί
<!--[if !supportFootnotes]-->[7]<!--[endif]--> См. Фирсов С. Русская Церковь накануне перемен (конец 1890-х – 1918 гг.). Серия: «Церковные реформы». Б. м., б. г. С. 175–176.
<!--[if !supportFootnotes]-->[8]<!--[endif]--> Деяния. Кн. 4. Вып. 1. С. 14 и сл.; Протоиерей Владислав Цыпин. История Русской Православной Церкви. 1917–1990. Учебник для православных духовных семинарий. М., 1994. С. 19; Протоиерей Владислав Цыпин. История Русской Церкви. 1917–1997. М., 1997. C. 37–38; Васильева О. Ю. Русская Православная Церковь в политике Советского государства в 1943–1948 гг. М., 1999. С. 4–5.
<!--[if !supportFootnotes]-->[9]<!--[endif]--> Σημειώνουμε, ότι αυτή η θέση της Εκκλησίας- «μεταξύ των άλλων», και όχι «πάνω απ’ τους άλλους»- δημιουργούσε σύγχυση σε μερικά μέλη της Συνόδου, τα οποία έβλεπαν σ’αυτήν «αποστασία». Βλέπε: Деяния. Кн. 4. Вып. 1. С. 20; Обзор деяний. Первая сессия. С. 129.
<!--[if !supportFootnotes]-->[10]<!--[endif]--> Έτσι, για παράδηγμα, έβλεπε τα πράγματα ο Μητροπολίτης Αγίας Πετρούπολης Αντόνιος( Βλαντκόβσκι). Βλέπε: Фирсов С. Русская Церковь накануне перемен (конец 1890-х – 1918 гг.). С. 153.
<!--[if !supportFootnotes]-->[11]<!--[endif]--> Συγκρίνετε: «Εξαφανίστηκε καθισμένος δίπλα στον ορθόδοξο βασιλιά ο Πατριάρχης, εξαφανίστηκε και η ιδέα της ιδιαίτερης κανονικής νομοθεσίας. Η πηγή όλου του δικαίου, συμπειλαμβανουμένης και της Εκκλησίας είναι μία: η εξουσία του κοσμικού μονάρχη. Η Εκκλησία, στον υποτασσόμενο σ’αυτή, μηχανισμό υπουργιών και υπηρεσιών, είναι μόνο μια από τις υπουργίες <...> Μ’αυτο, η κανονική νομοθεσία για τη Ρωσική Εκκλησία ήταν κλειστή».- Карташев А. В. Очерки по историиРусской Церкви. Т. 2. Париж, 1959. С. 367.
<!--[if !supportFootnotes]-->[12]<!--[endif]--> Θεωρητικά, τα μέλη της Συνόδου μπορούσαν να φανταστούν τον τυπικά ορθόδοξο επικεφαλής του κράτους, που εκτελεί αντιεκκλησιαστική πολιτική. Συγκρίνετε, για παραδηγμα, την αγόρευση στις συζητήσεις πάνω στην εισήγηση για την νομική θέση της Εκκλησίας Ν. Τ. Κουζνετσόφ: Деяния. Кн. 4. Вып. 1. С. 49; Обзор деяний. Первая сессия. С. 130–131.
<!--[if !supportFootnotes]-->[13]<!--[endif]--> Ср. Шульц Г. Поместный собор 1917–1918 гг. и его место в истории Русской Православной Церкви // Обзор деяний. Первая сессия. С. 17–18.
<!--[if !supportFootnotes]-->[14]<!--[endif]--> Собрание определений и постановлений. Вып. 2. С. 6.
<!--[if !supportFootnotes]-->[15]<!--[endif]--> Συγκρίνετε: « Μόνο στο σχέδιο του νέου συμβιβαστικού νόμου για τις σχέσεις της Εκκλησίας και του κράτους, επεξεργασμένο από την παν-Ρωσική Σύνοδο του 1917, ξαναεπικυρωνόταν το, εσωτερικά αναφαίρετο από την Εκκλησία, κανονικό δικαίωμα της αυτοδιοίκησης, νομοθεσίας και του δικαστηρίου. – Карташев А. В. Очерки по истории Русской Церкви. Т. 2. С. 369
<!--[if !supportFootnotes]-->[16]<!--[endif]--> Στη δυνατότητα διάφορης ερμηνείας της αρχής διαχωρισμού Εκκλησίας από το κράτος έδειχνε, ιδιαίτερα, ο Σ.Ν. Μπουλγκάκοφ, παρουσιάζοντας στη Σύνοδο το σχέδιο του Ορισμού « Για τη νομική θέση της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας», Βλ. Деяния. Кн. 4. Вып. 1. С. 8; Обзор деяний. Первая сессия. С. 128.
<!--[if !supportFootnotes]-->[17]<!--[endif]--> Επίσης εκεί.
<!--[if !supportFootnotes]-->[18]<!--[endif]--> Επίσης εκεί. Συγκρίνετε: « Όλο το σχέδιο χτιζόταν στην έννοια της ανάγκης της ένωσης Εκκλησίας και κράτους».- Деяния. Кн. 4. Вып. 1. С. 57; Обзор деяний. Первая сессия. С. 131. Τα πλάγια γράμματα δίνονται από το συγγραφέα
<!--[if !supportFootnotes]-->[19]<!--[endif]--> Λεπτομέριες βλέπετε: Беглов А. Л. От соборного Определения – к Декрету СНК. К вопросу о генезисе государственно-церковных отношений советского периода // Альфа и Омега. 2007. № 1(48). С. 146–170. Ср. [Васильева О. Ю.] Первые декреты победившей власти // Русская Православная Церковь и коммунистическое государство. 1917–1941. Документы и фотоматериалы. М., 1996. С. 10–11; Васильева О. Ю. Русская Православная Церковь в политике Советского государства в 1943–1948 гг. C. 8.
<!--[if !supportFootnotes]-->[20]<!--[endif]--> Πρόκειται, πρωτ’απ όλα, για το αυτοκρατορικό μανιφέστο « Για την ενίσχυση των αρχών ανεξιθρησκείας» του 1905 και τους νόμους της Προσωρινής Κυβέρνησης « Για την κατάργηση θρησκευτικών και εθνικών περιορισμών» της 20 ης Μαρτίου και « Για την ελευθερία συνείδησης» της 14 ης Ιουλίου 1917. 1917–1918 гг. о принципах государственно-церковных отношений // Православная Церковь и государство в исторической судьбе России. Материалы IV Всероссийской научно-богословской конференции «Наследие преподобного Серафима Саровского и судьбы России». Нижний Новгород, 2008. С. 66–79.