Η Εκκλησιαστική Αναγέννηση στη Ρωσία κατά την αλλαγή της χιλιετίας.
Την τελευταία δεκαετία στη Ρωσία παρατηρούμε άνθηση της εκκλησιαστικής ζωής στις διάφορες εκφάνσεις. Η υψηλή ανάπτυξη των αποκαταστημένων και νεόκτιστων ναών, μοναστηρίων, καταφυγίων, ενοριακών βιβλιοθήκων, θρησκευτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η εφαρμογή κοινωνικών, ιεραποστολικών, εκπαιδευτικών και ενημερωτικών έργων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είχε κάτι ανάλογο στην ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πώς έγινε αυτή η εκκλησιαστική αναβίωση, πότε ξεκίνησε και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της Εκκλησίας;
Статья
Δεν είναι μυστικό ότι κατά τη σοβιετική περίοδο η Ρωσική Εκκλησία ήταν σε πολύ δύσκολες εξωτερικές συνθήκες που αντικατοπτρίστηκαν και στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας.Ο Σοβιετικός άθεος κρατικός μηχανισμός σε διάφορες χρονικές περιόδους φερόταν με διάφορους τρόπους στο ζήτημα της παραδοχής της παρουσίας της θρησκείας στην κοινωνία. Υπήρχαν στιγμές σχετικής ηρεμίας, όταν η Εκκλησία, και η θρησκεία γενικότερα, γινόταν ανεκτή από το κράτος. Αλλά υπήρχαν καιροί κατά τους οποίους οι αρχές, σύμφωνα με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις, προδιατέθηκαν στην καταστροφή της Εκκλησίας, στην εξάλειψη της πίστεως στον λαό. Στη δεκαετία του 30, σύμφωνα με το σύνθημα του αγώνα κατά του εκκλησιαστικού «οπίου»,έκλειναν ναοί, κληρικοί και λαϊκοί διώκονταν μαζικά, πολλοί από τους οποίους έλαβαν μαρτυρικό θάνατο σε φυλακές,στρατόπεδα και στους θαλάμους βασανιστηρίων ανακριτικών οργάνων.Στα τέλη του τριάντα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, και μόνο τα γεγονότα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και το ενδιαφέρον των αρχών να έχουν την υποστήριξη της Εκκλησίας,δεν επέτρεψαν να την τοποθετήσουμε οριστικά στο παρελθόν. Οι επόμενες και οι τελευταίες απόπειρες των αρχών στην σοβιετική περίοδο να καταπνίξει την εκκλησία ήταν στις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα του ΧΧ αιώνα, που μπήκαν στην ιστορία σαν «αναθέρμανση του Χρουστσιόφ» όταν εξασθένησε ο κρατικός έλεγχος σε όλες τις πλευρές της ζωής του ανθρώπου. Ωστόσο, η «αναθέρμανση» σχετικά με την Εκκλησία, μετατράπηκε σε ένα πραγματικό «χειμώνα». Ο επικεφαλής του σοβιετικού κράτους Ν.Σ.Χρουστσιόφ υποσχέθηκε να δείξει στην τηλεόραση «τον τελευταίο παπά».
Αλλά αν και οι αρχές και το αθεϊστικό τμήμα της κοινωνίας είχαν μεγάλη επιθυμία να απομονώσουν και να περιθωριοποίησουν την Εκκλησία, να την στερήσουν από πνευματική επιρροή, η Εκκλησία κατάφερε να πετύχει το βασικό: να υπερασπίσει το δικαίωμά της να υπάρχει σε ένα σκληρό αγώνα. Αυτό το δικαίωμα αγοράστηκε ακριβά, η τιμή ήταν το αίμα χιλιάδων νεομαρτύρων και ομολογητών. Το θάρρος των επισκόπων, ιερέων και λαϊκών εκείνων των καιρών αξίζει μεγάλο σεβασμό, γιατί η τήρηση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και κατά τη διάρκεια της σχετικής ηρεμίας σήμαινε εθελοντική απομόνωση από την κοινωνία, κατάταξη στους ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας», στέρηση από προσιτές δυνατότητες.
Οι αλλαγές στην εκκλησιαστική ζωή άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η αναδιάρθρωση στις κρατικές και δημόσιες σφαίρες άγγιξε και τη θρησκεία. Το 1988 έχει γίνει ένα ορόσημο: ήταν η χιλιετής επέτειος από το βάπτισμα της Ρωσίας.Από αυτόν τον χρόνο έγιναν αισθητές οι αλλαγές στην ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζωής. Για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε μια νέα περίοδος της υπάρξεώς της, που ονομάστηκε «δεύτερο Βάπτισμα της Ρωσίας».
Μετά από την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και της άθεης κομμουνιστικής ιδεολογίας, η Εκκλησία έχει μια ευκαιρία για τη τακτοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής της, για την οποία πολλά χρόνια οι πιστοί μπορούσαν μονο να ονειρευτούν. Σε αντικατάσταση του παλιού πολιτικού συστήματος στη Ρωσία έχει έρθει μια νέα πορεία, μέρος της οποίας ήταν η ιδεολογική πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας και η θρησκευτική ελευθερία, η οποία, μάλιστα, συνέβαλε ενεργά στην εξάπλωση όλων των ειδών αιρετικών και ψευδο-θρησκευτικών οργανώσεων και κινημάτων. Αλλά και για την Εκκλησία παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες ιεραποστολικής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής, εκδοτικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητας.Για τα μέλη της Εκκλησίας - κληρικούς και λαϊκούς - άνοιξαν οι παλαιότερα σφιχτά κλεισμένες πόρτες των σχολείων και Πανεπιστημίων, νοσοκομείων και φυλακών, στρατιωτικών μονάδων, κυβερνητικών και δημοτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Η Εκκλησία βγήκε από την απομόνωση και έκανε ανοιχτά και δημόσια το κήρυγμα του Θεού.Η πραγματική ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και η απομάκρυνση του κράτους από την μονοπώληση αθεϊσμού προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των συμπολιτών μας για την πίστη. Ήταν μια περίοδος ανήκουστης θρησκευτικής ανθήσεως, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται προς τις πνευματικές ρίζες τους, ανακάλυπτοντας ξανά την Ορθοδοξία. Οι ναοί της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν γεμάτοι από προσευχόμενους ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ακαδημαϊκοί και απλοί εργαζόμενοι, διανοούμενοι, πρώην κομματικά και κομσομολικά στελέχη, καθώς και όλοι όσοι διατηρούσαν την πίστη τους στην καρδια τους κατά τα χρόνια του αθεϊσμού.Για πολλούς από τους σημερινούς ενορίτες, καθώς και τους κληρικούς, η δεκαετία του 90, του περασμένου αιώνα, ήταν αφετηρία της θρησκευτικής και ιδεολογικής επιλογής που καθόρισε όλη την ακόλουθη ζωή.
Τώρα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια υπεύθυνη ηθική δύναμη στην κοινωνία, η οποία μπορεί να πραγματοποιεί την διακονία της ελεύθερα. Η άποψη της Εκκλησίας δεν αγνοείται πια επειδή μίλαει εξ ονόματος των δεκάδων εκατομμυρίων πιστών που ζουν στα κράτη τα οποία αποτελούν το παραδοσιακό της έδαφος, και συγκεκριμένα στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στην Λευκορωσία, στη Μολδαβία, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Καζακστάν, στο Κιργιζιστάν,στη Λετονία, στη Λιθουανία , στο Τατζικιστάν, στο Τουρκμενιστάν, στο Ουζμπεκιστάν και στην Εσθονία.
Ο προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο δέκατος πέμπτος στη σειρά Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, ο Αλέξιος II( Ρίντιγκερ), ο οποίος εκλέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο στην Τοπική Σύνοδο του 1990. Υπό την πατριαρχική του διεύθυνση η Εκκλησία μεγάλωσε και δυνάμωσε.Ο αριθμός των επισκοπάτων της Ρωσικής Εκκλησίας έχει υπερδιπλασιαστεί,και τώρα είναι 156, ο αριθμός των ενοριών έχει αυξηθεί κατά τέσσερις φορές, τα μοναστήρια εκατοντάδες φορές, πράγμα που αντιστοιχεί σε 29 141 ενορίες και 769 μοναστήρια (372 ανδρικά και 397 γυναικεία). Στη Ρωσία λειτουργούν 219 ανδρικά και 240 γυναικεία μοναστήρια. Σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι 267 μοναστήρια, και στο εξωτερικό 6 μοναστήρια (3 ανδρικά και 3 γυναικεία). Υπό τον άμεσο έλεγχο του Παναγιωτάτου Πατριάρχη είναι 25 σταυροπηγιακά μοναστήρια.
Όμως, δεν είναι μόνο η ποσοτική ανάπτυξη των εκκλησιών και των μονοστηριών ένας δείκτης της αναβιώσεως της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία.Ο Παναγιώτατος Πατριάρχης πολλές φορές έλεγε ότι αυτό που κυρίως πρέπει να επιδιώκουμε στην εκκλησιαστική αναβίωση είναι η μεταμόρφωση των ψυχών των ανθρώπων.Αυτό είναι το κύριο έργο της Εκκλησίας, η εσωτερική της ουσία. Γι 'αυτό σήμερα δεν είναι αρκετό να οικοδομήσουμε ένα ναό, αλλά είναι απαραίτητο να κανονιστεί η σωστή πνευματική ζωή της ενορίας. Η ενοριακή ζωή δεν αποτελείται μόνο από ακολουθίες . Οι ενορίτες με επικεφαλής τον ιερέα πρέπει να είναι φορείς του ευαγγελικού ιδανικού της χριστιανικής αγάπης, ελέους και ευσπλαχνίας, να συντείνουν στην πνευματική μόρφωση. Η σύγχρονη ενορία να γίνεται κέντρο πνευματικού πολιτισμού, κοινωνικής διακονίας, εκπαιδευτικής δραστηριότητας και ιεραποστολής. Στις εκκλησίες, κυρίως στις πόλεις και στα μεγάλα χωριά, δημιουργούνται πνευματικά και εκπαιδευτικά κέντρα και κέντρα ιεραποστολής, βιβλιοθήκες, Κυριακάτικα σχολεία, σύλλογοι νεολαίας, αδελφότητες ελεημοσύνης, ομάδες κοινωνικής πρόνοιας, φιλανθρωπικά εστιατόρια για τους φτωχούς. Μέσα από τη ζεστασιά και της στάσης ενδιαφέροντος προς τη μοίρα των ανθρώπων, την φροντίδα για την πνευματική τους κατάσταση που σπάνια μπορεί κανείς να βρεί στον κόσμο, οι άνθρωποι στρέφουν το βλέμμα τους στο Θεό και στην Εκκλησία, αρχίζουν την πορεία τους στην πνευματική μεταμόρφωση.
Ένα σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανανέωση και στην αύξηση της ευαισθητοποίησης των ανθρώπων παίζουν εκκλησιαστικά προγράμματα και έργα. Πολλά από αυτά πραγματοποιούνται μέσω εκκλησιαστικής και κοσμικής ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, καθώς και των εκκλησιαστικών δημοσιεύσεων. Τα έργα αυτά έχουν ποικίλλο περιεχόμενο και εμφάνιση, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Μπορεί να είναι Ορθόδοξοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι θεατές, νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, καθώς και επαγγελματίες.Εκπαιδευτικές δραστηριότητες των ενοριών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που δημιουργούνται ειδικά, όπως τα Κυριακάτικα σχολεία, σύλλογοι, ορθόδοξα γυμνάσια και λύκεια συμβάλλουν στην πνευματική ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών στην Ορθόδοξη πνευματική και πολιτιστική παράδοση. Σήμερα στις ενορίες της Ρωσικής Εκκλησίας σε διάφορους τόπους υπάρχουν 11 051 κατηχητικά σχολεία,γεγονός που προσφέρει τη δυνατότητα σε όλους τους ενδιαφερόμενους γονείς να στείλουν τα παιδιά σ'αυτά τα σχολεία.
Η φροντίδα για την ανατροφή των εφήβων ζητά από την Εκκλησία την καταβολή όλων των προσπαθειών. Ο αριθμός των νέων που έρχονται στην εκκλησία συνεχώς αυξάνεται. Από τα χρόνια πού άρχισε η αναβίωση της εκκλησιαστικής ζωής, στα τέλη του 80, η σύνθεση των ενοριτών ξανάνιωσε και άλλαξε. Σήμερα η μέση ηλικία των ενοριτών είναι 30-40 έτη. Στους ναούς πηγαίνουν πολλοί άντρες, αλλά μερικά χρόνια πρίν, την Ρωσική Εκκλησία ονόμαζαν «γυναικεία εκκλησία» ή «Εκκλησία των γιαγιάδων». Οι νέοι, λόγω της φυσικής τους φιλομάθειας,ενέργειας και προσήλωσης στο μέλλον αποτελούν το πιο δραστήριο και δυναμικό τμήμα των ενοριτών.Για τους νέους χρειάζεται ειδική, άτυπη, ζωντανή προσέγγιση που μπορεί να τους ενδιαφέρει από πλευρά επικοινωνίας και νέων εξελίξεων. Γι 'αυτό, στις ενορίες δημιουργούνται όμιλοι και κέντρα της νεολαίας που έχουν στρατιωτικό και πατριωτικό και ιεραποστολικό χαρακτήρα.Σήμερα στις ενορίες και στις διάφορες εκκλησιαστικές οργανώσεις λειτουργούν 463 κέντρα νεολαίας. Τον Φεβρουάριο του 2008, με την ενεργή συμμετοχή της Εκκλησίας, κρατικών εκπροσώπων και του ευρέος κοινού πραγματοποιήθηκε η XII Παγκόσμια Ρωσική Λαϊκή Σύνοδος, που ονομάστηκε «Σύνοδος παιδιών και νέων». Αυτό το εκκλησιαστικό -δημόσιο φόρουμ επέστησε την προσοχή της κοινής γνώμης στα προβλήματα της σημερινής νεολαίας, υποχρεώνοντάς μας να σκεφτούμε ποιο θα είναι το μέλλον της χώρας και τι πρέπει να κάνουμε μεγαλύτεροι και νέοι.
Ιδιαίτερη προσοχή η Εκκλησία δίνει στην πνευματική εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων της. Ο κόσμος με τις πολύπλοκες διαδικασίες του άλλαξε, φάνηκαν νέοι πειρασμοί για τον άνθρωπο,αυξάνεται η επιτακτική ανάγκη για εξαιρετικά μορφωμένους ιερείς, που μπορουν να δώσουν σωστή απάντηση στηριζόμενοι στην εκκλησιαστική διδασκαλία και παράδοση.Σήμερα, ο ιερέας πρέπει να αντιδρά σωστά στις προκλήσεις του κόσμου, να συμμετέχει στο διάλογο με το κοινό και τις αρχές σε υψηλό επιπέδο,να μιλήσει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πολλοί απ'τους ενορίτες των ορθοδόξων εκκλησιών είναι άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Για την πνευματική καλλιέργεια αυτών των ατόμων ο ποιμένας πρέπει να έχει πνευματική εμπειρία καθώς και κατάλληλα θεολογικά και διανοητικά εργαλεία.Στη Ρωσική Εκκλησία εγκρίθηκε και εφαρμόζεται το πρόγραμμα της ηθικής εκπαίδευσης που στοχεύει στη δημιουργία όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για την προετοιμασία των ιερέων. Εκτός απ'αυτό βελτίωνεται το σύστημα της πνευματικής εκπαίδευσης.Σήμερα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργουν 5 Θεολογικές Ακαδημίες, 3 Ορθόδοξα Πανεπιστήμια, 2 θεολογικά Ινστιτούτα, 38 ιερατικές σχολές (σεμινάρια) και 39 θεολογικά κολλέγια.
Το θεολογικό δυναμικό της Ρωσικής Εκκλησίας δέχτηκε πλήγματα κατά τη διάρκεια των διωγμών και της στενόχωρης καταστάσεως στον ΧΧ αιώνα. Τώρα όμως αποκαθίσταται σταδιακά χάρη στη θρησκευτική μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο την ενίσχυση της θεολογικής κατάρτισης των πτυχιούχων των θρησκευτικών σχολείων. Οι επιστημονικές έρευνες, η επιδοκιμασία των αποτελεσμάτων τους στις θεολογικές συνδιασκέψεις, συναντήσεις και συνεντεύξεις - όλα αυτά - δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε την πλούσια κληρονομιά της Εκκλησίας, να την οδηγήσουμε στην υπηρεσία της σύγχρονης εποχής,σε αποφάσεις για τα θεολογικά ζητήματα που απειλούν την Ορθόδοξη ενότητα και χωρίζουν τον χριστιανικό κόσμο.Οι εξωτερικές δραστηριότητες της Εκκλησίας κατευθύνονται προς την διατήρηση των επαφών και του διαλόγου με την Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις χριστιανικές εκκλησίες, τις παραδοσιακές θρησκείες και θρησκευτικές κοινότητες, διεθνείς χριστιανικούς οργανισμούς, ξένες χώρες, διεθνείς οργανισμούς και τις ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις. Ο κύριος σκοπός αυτής της συνεργασίας είναι η μαρτυρία της πίστης, η στερέωση των παραδοσιακών αξιών, η προστασία των ηθικών καταστάσεων της ανθρώπινης ζωής. Χρησιμοποιώντας τις ευρωπαϊκές και άλλες διεθνείς πλατφόρμες, η Εκκλησία εκφράζει την γνώμη της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, για την ηθική της ευθύνη, για την πνευματική και πολιτιστική πολυμορφία των λαών του κόσμου. Γι αυτό το σκοπό,δημιουργήθηκαν εκκλησιαστικές αντιπροσωπείες στους διεθνείς οργανισμούς στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο, στη Γενεύη και στη Νέα Υόρκη. Μαζί με τους εκπροσώπους των παραδοσιακών θρησκείων, τους ανθρώπους της πίστης, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ανησυχία της για τις διεργασίες που οδηγούν στην ηθική αδιαφορία της σύγχρονης κοινωνίας, την κοσμικοποίηση της δημόσιας σφαίρας,τις προσπάθειες του κόσμου να εξωθήσει την θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, αιτιολογώντας την αμαρτία και τα ηθικά εγκλήματα. Ωστόσο, δεν υπάρχει θέμα συμμετοχής των εκπροσώπων των παραδοσιακών θρησκειών σε κοινές προσευχές ή θρησκευτικές τελετές και πολύ περισσότερο για τις προσπάθειες να ενοποιηθούν τα θρησκευτικά δόγματα, αλλά, αντιθέτως, στις συνεδριάσεις κάθε φορά οι συμμετέχοντες εκδηλώνουν την μεγάλη σημασία της διατηρήσεως των δικών τους πεποιθήσεων και ηθικών συστημάτων. Με σκοπό τη συνδιασμένη μαρτυρία στον κόσμο ύπο τον όρο της δογματικής ακεραιότητας, στη Μόσχα, τον Ιούλιο του 2006, πραγματοποιήθηκε μια διάσκεψη των θρησκευτικών ηγετών του κόσμου, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των θρησκευτικών κοινοτήτων από διάφορες χώρες.
Το ιστορικό γεγονός της επανενώσεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο εξωτερικό, ήταν συνέπεια της αναβιώσεως της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία. Ο μακρόχρονος διαχωρισμός των αδελφών στο πνεύμα και στο αίμα, η αιτία του οποίου ήταν τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου κατά τη δεύτερη δεκαετία του ΧΧ αιώνα, ήταν αιμορραγική πληγή στο σώμα της Εκκλησίας.Για να ξεπεραστεί η διαίρεση αυτή έγιναν μεγάλες προσπάθειες εκ μέρους των δύο εκκλησιών και, μεταξύ άλλων, από τις δημόσιες αρχές. Αν και υπήρχε κάποια αντίσταση από τους αντιπάλους της επανενώσεως, το συμβάν έλαβε χώρα, και η ημέρα 17 Μαΐου 2007, χωρίς αμφιβολία, ήταν η αρχή μιας νέας περιόδου για την οικοδόμηση της εκκλησιαστικής ενότητας.
Η Ρωσική Εκκλησία προσπαθεί να παρέχει έγκαιρη και αναγκαία αξιολόγηση των φαινομένων που αντιμετωπίζουμε στην εποχή μας, όπως η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κοινωνίας και οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σ'αυτή. Συσσωρευμένο από την Εκκλησία θεολογικό και πνευματικό δυναμικό, η βοήθεια στους εμπειροτέχνες από διάφορους τομείς της επιστήμης και της γνώσης,επέτρεψαν να δημιουργηθεί ένα ντοκουμέντο, το οποίο αποκαλείται «Οι βάσεις της κοινωνικής αντιλήψεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Αυτό το έγγραφο εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο του 2000 και περιέχει την αντίληψη της Εκκλησίας σχετικά με τέτοια θέματα όπως η Εκκλησία και το έθνος, η Εκκλησία σε σχέση με το κράτος και την πολιτική , μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και παραδόσεως, εξετάζει τέτοιες κατηγορίες όπως: ιδιοκτησία, ο πόλεμος και η ειρήνη, το έγκλημα, η τιμωρία και η αποκατάσταση, θίγοντας τα ηθικά ζητήματα της βιοηθικής και της οικολογίας.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Εκκλησία απέκτησε ανεκτίμητη εμπειρία της διακονίας στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους σήμερα έχουν μια ιδιαιτερότητα που τις διακρίνει από όλες τις προηγούμενες ιστορικές φάσεις της ανάπτυξης αυτών των σχέσεων. Ο συμφωνητικός,συνεργατικός χαρακτήρας του σημερινού διαλόγου της Εκκλησίας και της κυβερνήσεως είναι νέο,καινοφανές μοντέλο στις σχέσεις τους, το οποίο δεν έχει αντιστοιχία στην ιστορία της Ρωσίας. Ιστορικά, οι σχέσεις της Εκκλησίας και του αρχαίου ρωσικού κράτους βασίζονταν στις αρχές της μη επεμβάσεως στις εσωτερικές υποθέσεις αλλήλων και την αμοιβαία υποστήριξη .Το κράτος χρειαζόταν την Εκκλησία σαν μια δύναμη ικανή για πνευματική, ηθική και πολιτιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας και η Εκκλησία στηριζότανε στην προστασία της αποστολής της από το κράτος καθώς και στην υλική υποστήριξη. Κατά την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου στο πρώτο τέταρτο του XVIII αιώνα, η Εκκλησία έχασε την αυτονομία της και έγινε κρατική υπηρεσία. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 η Εκκλησία χωρίζεται από το κράτος,διώχνεται από τη δημόσια σφαίρα, η ίδια η ύπαρξή της ήταν σε κίνδυνο, και οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους είχαν επεισοδιακό χαρακτήρα χωρίς σύστημα στη βάση τους. Οι αλλαγές στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους εμφανίστηκαν μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 90. Αυτές αποτέλεσαν τη βάση για την οικοδόμηση του σύγχρονου συστήματος σχέσεων μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους.
Σήμερα η Εκκλησία επιχειρεί να χτίσει μια εταιρική σχέση με το κράτος και με τους διάφορους δημόσιους φορείς. Στο διάλογο με την εξουσία η Εκκλησία έχει ισότιμη φωνή και είναι σε θέση να μιλήσει για πρωτοβουλίες και σχέδια και να εκφράσει την ανησυχία της προς την οικονομική ή κοινωνική πολιτική του κράτους.Το χτίσιμο των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους βασίζεται στην κρατική νομοθεσία, που αντανακλάται στο βασικό νόμο της χώρας - στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία για την θρησκεία, καθώς και στον πραγματικό ρόλο και στη σημασία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως θρησκεία που επηρέασε τη μόρφωση και τον πολιτισμό του κράτους στην ιστορική διεργασία. Το Σύνταγμα παρουσιάζει τη Ρωσία ως μια κοσμική χώρα και υποδείχνει ότι καμία θρησκεία δεν μπορεί να καθιερωθεί ως δημόσια ή υποχρεωτική και οι θρησκευτικές κοινότητες είναι ξεχωρισμένες από το κράτος και ίσες ενώπιον του νόμου.
Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες του Συντάγματος δεν εμποδίζουν το κράτος να καθορίσει τις προτεραιότητες όσον αφορά τις σχέσεις με τις θρησκευτικές οργανώσεις, ανάλογα με τη συμβολή τους στην ιστορική παράδοση και στον πολιτισμό του λαού, με την αξία τους στην κοινωνία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια επεκτείνεται η υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ της Εκκλησίας και διαφόρων ομοσπονδιακών και περιφερειακών υπουργείων και υπηρεσιών, καθώς και μεμονωμένων οργανισμών.
Αυτό αφορά επιστημονικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολλές άλλες σφαίρες των κοινών δραστηριοτήτων. Με τα αντίστοιχα ειδικά κρατικά όργανα η Εκκλησία υπέγραψε συμφωνίες συνεργασίας.
Η εδαφική οργάνωση της Εκκλησίας επιτρέπει να διατηρηθούν σχέσεις,
να επεξεργαστούν και να εφαρμοστούν τα κοινωνικά προγράμματα σε διάφορους τομείς της δημόσιας ζωής, μαζί με δημοτικά και κρατικά όργανα σε ενορικό τοπικό επίπεδο, καθώς και στο περιφερειακό επίπεδο επισκοπής, στο κρατικό επίπεδο όλης της Εκκλησίας γενικά. Στι σύγχρονες συνεργατικές σχέσεις του κράτους και της Εκκλησίας υπάρχουν και μειονεκτήματα που σχετίζονται με την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης αυτών των σχέσεων, οι οποίες, αφενός, να καθοδηγούν αυτές τις σχέσεις στον αμοιβαίο επωφελή καμβά και για τις δύο πλευρές και από την άλλη πλευρά, να παρέχουν στα μέρη τις εγγυήσεις των εκτελέσεων των αμοιβαίων υποχρεώσεων.
Ένα άλλο σημαντικό μειονέκτημα της συντηρήσεως των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κρατικών Τμημάτων είναι ο γραφειοκρατικός παράγοντας. Σε ένα υπηρεσιακό προϊστάμενο οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας μπορούν να έχουν εποικοδομητικές σχέσεις, αλλά με τον ερχομό ενός άλλου υπαλλήλου, η κατάσταση θα αλλάξει. Η αντίσταση ορισμένων υπαλλήλων στις πρωτοβουλίες και τα έργα της Εκκλησίας, και ενίοτε η απλή απροθυμία για διάλογο μπορεί να εμποδίζει σημαντικά την ανάπτυξη των Εκκλησιαστικών-Κρατικών σχέσεων προς ορισμένες κατευθύνσεις. Σήμερα, με μεγάλη δυσκολία υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Ρώσων μαθητών να λαμβάνουν γνώσεις στο μάθημα «Βασικές αρχές του Ορθοδόξου Πολιτισμού». Το μάθημα βασίζεται στην αρχή της προαιρετικής εκπαίδευσης στον τομέα «πνευματικός και ηθικός του πολιτισμός». Στον εκπαιδευτικό τομέα μπορούν να εισάγονται και άλλα θρησκευτικά και πολιτιστικά μαθήματα καθώς και κοσμική ηθική, όλα αυτά επιλέγονται από τους μαθητές. Στις Ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Αυστρία, υπάρχει η εμπειρία της διδασκαλίας στα σχολεία, της ιστορίας και του πολιτισμού της θρησκείας, καθώς και άλλων θρησκευτικών μαθημάτων. Είναι σταθερή πρακτική που δεν προκαλεί αμηχανία. Στη Ρωσία, κάποιοι υπάλληλοι της εκπαίδευσης δε βιάζονται να δεχτούν προτάσεις της Εκκλησίας, και το πρόβλημα της πλήρους διδασκαλίας των «Βασικών αρχών του Ορθοδόξου Πολιτισμού» παραμένει άλυτο στη χώρα για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Το ίδιο το κράτος δεν είναι πάντοτε πρόθυμο να δεχθει τις πρωτοβουλίες της Εκκλησίας. Έτσι, δεν έχει ακόμα λυθεί θετικά το ζήτημα της εισαγωγής στις στρατιωτικές μονάδες του θεσμού των στρατιωτικών ιερέων, που είναι μια παγκόσμια πρακτική.
Εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά στον τομέα της κοινωνικής συνεργασίας του κράτους και της Εκκλησίας στο τμήμα χρηματοδοτήσεων των κοινωνικών δραστηριοτήτων των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Αλλά, τέτοια παραδείγματα δεν είναι δείκτης του γενικού επιπέδου των σχέσεων της Εκκλησίας και του κράτους. Μέχρι σήμερα, σε ομοσπονδιακό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, υλοποιούνται πολλά κοινά εκκλησιαστικά -κρατικά και εκκλησιαστικά- κοινωνικά προγράμματα στους τομείς της επιστήμης και της κοινωνίας, της άμυνας και της επιβολής του νόμου, καθώς και στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Αυτή η συνεργασία βασίζεται στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την ενίσχυση στην κοινή συνείδηση των παραδοσιακών πνευματικών και πολιτιστικών αξιών, που αποτελούν τη βάση της πρωτοτυπίας του λαού μας ιστορικά.
Μια δραστήρια δημόσια στάση της Εκκλησίας, η στενή της συνεργασία με τους κρατικούς και τους κοινωνικούς θεσμούς, η παρουσία της Εκκλησίας σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αν και ορισμένοι, δυσαρεστημένοι μέσα στην Εκκλησία ή εξωτερικοί της εχθροί, είναι αντίθετοι σε μια τέτοια παρουσία, η Εκκλησία ποτέ δεν μπαίνει σε εθελοντική εξορία, κατακόμβες και σπηλιές, απομονώνοντας τον εαυτό της από τον έξω κόσμο. Αυτό είναι αδύνατο, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τη φύση της Εκκλησίας που έχει ως αποστολή να προχωρήσει και να διδάσκει τους λαούς (Mθ 28, 19), καθώς επίσης γιατί η Εκκλησία στρέφεται στους ανθρώπους αντοποκρινόμενη στις ανάγκες και στις παρακλήσεις τους. Θα ήταν απαράδεκτο να απομακρυνθούμε από αυτούς τους ανθρώπους υποκριτικά.
Η αναβίωση της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία, στις διάφορες μορφές της, είναι η βάση για την ευημερία και την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, στην οποία οι καθημερινές μέριμνες των ανθρώπων αρμονικά θα συμπληρώνονταν από την επιδίωξη για πνευματική τελειότητα.
Αλλά αν και οι αρχές και το αθεϊστικό τμήμα της κοινωνίας είχαν μεγάλη επιθυμία να απομονώσουν και να περιθωριοποίησουν την Εκκλησία, να την στερήσουν από πνευματική επιρροή, η Εκκλησία κατάφερε να πετύχει το βασικό: να υπερασπίσει το δικαίωμά της να υπάρχει σε ένα σκληρό αγώνα. Αυτό το δικαίωμα αγοράστηκε ακριβά, η τιμή ήταν το αίμα χιλιάδων νεομαρτύρων και ομολογητών. Το θάρρος των επισκόπων, ιερέων και λαϊκών εκείνων των καιρών αξίζει μεγάλο σεβασμό, γιατί η τήρηση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και κατά τη διάρκεια της σχετικής ηρεμίας σήμαινε εθελοντική απομόνωση από την κοινωνία, κατάταξη στους ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας», στέρηση από προσιτές δυνατότητες.
Οι αλλαγές στην εκκλησιαστική ζωή άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η αναδιάρθρωση στις κρατικές και δημόσιες σφαίρες άγγιξε και τη θρησκεία. Το 1988 έχει γίνει ένα ορόσημο: ήταν η χιλιετής επέτειος από το βάπτισμα της Ρωσίας.Από αυτόν τον χρόνο έγιναν αισθητές οι αλλαγές στην ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζωής. Για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε μια νέα περίοδος της υπάρξεώς της, που ονομάστηκε «δεύτερο Βάπτισμα της Ρωσίας».
Μετά από την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και της άθεης κομμουνιστικής ιδεολογίας, η Εκκλησία έχει μια ευκαιρία για τη τακτοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής της, για την οποία πολλά χρόνια οι πιστοί μπορούσαν μονο να ονειρευτούν. Σε αντικατάσταση του παλιού πολιτικού συστήματος στη Ρωσία έχει έρθει μια νέα πορεία, μέρος της οποίας ήταν η ιδεολογική πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας και η θρησκευτική ελευθερία, η οποία, μάλιστα, συνέβαλε ενεργά στην εξάπλωση όλων των ειδών αιρετικών και ψευδο-θρησκευτικών οργανώσεων και κινημάτων. Αλλά και για την Εκκλησία παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες ιεραποστολικής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής, εκδοτικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητας.Για τα μέλη της Εκκλησίας - κληρικούς και λαϊκούς - άνοιξαν οι παλαιότερα σφιχτά κλεισμένες πόρτες των σχολείων και Πανεπιστημίων, νοσοκομείων και φυλακών, στρατιωτικών μονάδων, κυβερνητικών και δημοτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Η Εκκλησία βγήκε από την απομόνωση και έκανε ανοιχτά και δημόσια το κήρυγμα του Θεού.Η πραγματική ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και η απομάκρυνση του κράτους από την μονοπώληση αθεϊσμού προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των συμπολιτών μας για την πίστη. Ήταν μια περίοδος ανήκουστης θρησκευτικής ανθήσεως, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται προς τις πνευματικές ρίζες τους, ανακάλυπτοντας ξανά την Ορθοδοξία. Οι ναοί της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν γεμάτοι από προσευχόμενους ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ακαδημαϊκοί και απλοί εργαζόμενοι, διανοούμενοι, πρώην κομματικά και κομσομολικά στελέχη, καθώς και όλοι όσοι διατηρούσαν την πίστη τους στην καρδια τους κατά τα χρόνια του αθεϊσμού.Για πολλούς από τους σημερινούς ενορίτες, καθώς και τους κληρικούς, η δεκαετία του 90, του περασμένου αιώνα, ήταν αφετηρία της θρησκευτικής και ιδεολογικής επιλογής που καθόρισε όλη την ακόλουθη ζωή.
Τώρα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια υπεύθυνη ηθική δύναμη στην κοινωνία, η οποία μπορεί να πραγματοποιεί την διακονία της ελεύθερα. Η άποψη της Εκκλησίας δεν αγνοείται πια επειδή μίλαει εξ ονόματος των δεκάδων εκατομμυρίων πιστών που ζουν στα κράτη τα οποία αποτελούν το παραδοσιακό της έδαφος, και συγκεκριμένα στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στην Λευκορωσία, στη Μολδαβία, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Καζακστάν, στο Κιργιζιστάν,στη Λετονία, στη Λιθουανία , στο Τατζικιστάν, στο Τουρκμενιστάν, στο Ουζμπεκιστάν και στην Εσθονία.
Ο προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο δέκατος πέμπτος στη σειρά Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, ο Αλέξιος II( Ρίντιγκερ), ο οποίος εκλέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο στην Τοπική Σύνοδο του 1990. Υπό την πατριαρχική του διεύθυνση η Εκκλησία μεγάλωσε και δυνάμωσε.Ο αριθμός των επισκοπάτων της Ρωσικής Εκκλησίας έχει υπερδιπλασιαστεί,και τώρα είναι 156, ο αριθμός των ενοριών έχει αυξηθεί κατά τέσσερις φορές, τα μοναστήρια εκατοντάδες φορές, πράγμα που αντιστοιχεί σε 29 141 ενορίες και 769 μοναστήρια (372 ανδρικά και 397 γυναικεία). Στη Ρωσία λειτουργούν 219 ανδρικά και 240 γυναικεία μοναστήρια. Σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι 267 μοναστήρια, και στο εξωτερικό 6 μοναστήρια (3 ανδρικά και 3 γυναικεία). Υπό τον άμεσο έλεγχο του Παναγιωτάτου Πατριάρχη είναι 25 σταυροπηγιακά μοναστήρια.
Όμως, δεν είναι μόνο η ποσοτική ανάπτυξη των εκκλησιών και των μονοστηριών ένας δείκτης της αναβιώσεως της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία.Ο Παναγιώτατος Πατριάρχης πολλές φορές έλεγε ότι αυτό που κυρίως πρέπει να επιδιώκουμε στην εκκλησιαστική αναβίωση είναι η μεταμόρφωση των ψυχών των ανθρώπων.Αυτό είναι το κύριο έργο της Εκκλησίας, η εσωτερική της ουσία. Γι 'αυτό σήμερα δεν είναι αρκετό να οικοδομήσουμε ένα ναό, αλλά είναι απαραίτητο να κανονιστεί η σωστή πνευματική ζωή της ενορίας. Η ενοριακή ζωή δεν αποτελείται μόνο από ακολουθίες . Οι ενορίτες με επικεφαλής τον ιερέα πρέπει να είναι φορείς του ευαγγελικού ιδανικού της χριστιανικής αγάπης, ελέους και ευσπλαχνίας, να συντείνουν στην πνευματική μόρφωση. Η σύγχρονη ενορία να γίνεται κέντρο πνευματικού πολιτισμού, κοινωνικής διακονίας, εκπαιδευτικής δραστηριότητας και ιεραποστολής. Στις εκκλησίες, κυρίως στις πόλεις και στα μεγάλα χωριά, δημιουργούνται πνευματικά και εκπαιδευτικά κέντρα και κέντρα ιεραποστολής, βιβλιοθήκες, Κυριακάτικα σχολεία, σύλλογοι νεολαίας, αδελφότητες ελεημοσύνης, ομάδες κοινωνικής πρόνοιας, φιλανθρωπικά εστιατόρια για τους φτωχούς. Μέσα από τη ζεστασιά και της στάσης ενδιαφέροντος προς τη μοίρα των ανθρώπων, την φροντίδα για την πνευματική τους κατάσταση που σπάνια μπορεί κανείς να βρεί στον κόσμο, οι άνθρωποι στρέφουν το βλέμμα τους στο Θεό και στην Εκκλησία, αρχίζουν την πορεία τους στην πνευματική μεταμόρφωση.
Ένα σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανανέωση και στην αύξηση της ευαισθητοποίησης των ανθρώπων παίζουν εκκλησιαστικά προγράμματα και έργα. Πολλά από αυτά πραγματοποιούνται μέσω εκκλησιαστικής και κοσμικής ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, καθώς και των εκκλησιαστικών δημοσιεύσεων. Τα έργα αυτά έχουν ποικίλλο περιεχόμενο και εμφάνιση, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Μπορεί να είναι Ορθόδοξοι ή θρησκευτικά αδιάφοροι θεατές, νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, καθώς και επαγγελματίες.Εκπαιδευτικές δραστηριότητες των ενοριών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που δημιουργούνται ειδικά, όπως τα Κυριακάτικα σχολεία, σύλλογοι, ορθόδοξα γυμνάσια και λύκεια συμβάλλουν στην πνευματική ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών στην Ορθόδοξη πνευματική και πολιτιστική παράδοση. Σήμερα στις ενορίες της Ρωσικής Εκκλησίας σε διάφορους τόπους υπάρχουν 11 051 κατηχητικά σχολεία,γεγονός που προσφέρει τη δυνατότητα σε όλους τους ενδιαφερόμενους γονείς να στείλουν τα παιδιά σ'αυτά τα σχολεία.
Η φροντίδα για την ανατροφή των εφήβων ζητά από την Εκκλησία την καταβολή όλων των προσπαθειών. Ο αριθμός των νέων που έρχονται στην εκκλησία συνεχώς αυξάνεται. Από τα χρόνια πού άρχισε η αναβίωση της εκκλησιαστικής ζωής, στα τέλη του 80, η σύνθεση των ενοριτών ξανάνιωσε και άλλαξε. Σήμερα η μέση ηλικία των ενοριτών είναι 30-40 έτη. Στους ναούς πηγαίνουν πολλοί άντρες, αλλά μερικά χρόνια πρίν, την Ρωσική Εκκλησία ονόμαζαν «γυναικεία εκκλησία» ή «Εκκλησία των γιαγιάδων». Οι νέοι, λόγω της φυσικής τους φιλομάθειας,ενέργειας και προσήλωσης στο μέλλον αποτελούν το πιο δραστήριο και δυναμικό τμήμα των ενοριτών.Για τους νέους χρειάζεται ειδική, άτυπη, ζωντανή προσέγγιση που μπορεί να τους ενδιαφέρει από πλευρά επικοινωνίας και νέων εξελίξεων. Γι 'αυτό, στις ενορίες δημιουργούνται όμιλοι και κέντρα της νεολαίας που έχουν στρατιωτικό και πατριωτικό και ιεραποστολικό χαρακτήρα.Σήμερα στις ενορίες και στις διάφορες εκκλησιαστικές οργανώσεις λειτουργούν 463 κέντρα νεολαίας. Τον Φεβρουάριο του 2008, με την ενεργή συμμετοχή της Εκκλησίας, κρατικών εκπροσώπων και του ευρέος κοινού πραγματοποιήθηκε η XII Παγκόσμια Ρωσική Λαϊκή Σύνοδος, που ονομάστηκε «Σύνοδος παιδιών και νέων». Αυτό το εκκλησιαστικό -δημόσιο φόρουμ επέστησε την προσοχή της κοινής γνώμης στα προβλήματα της σημερινής νεολαίας, υποχρεώνοντάς μας να σκεφτούμε ποιο θα είναι το μέλλον της χώρας και τι πρέπει να κάνουμε μεγαλύτεροι και νέοι.
Ιδιαίτερη προσοχή η Εκκλησία δίνει στην πνευματική εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων της. Ο κόσμος με τις πολύπλοκες διαδικασίες του άλλαξε, φάνηκαν νέοι πειρασμοί για τον άνθρωπο,αυξάνεται η επιτακτική ανάγκη για εξαιρετικά μορφωμένους ιερείς, που μπορουν να δώσουν σωστή απάντηση στηριζόμενοι στην εκκλησιαστική διδασκαλία και παράδοση.Σήμερα, ο ιερέας πρέπει να αντιδρά σωστά στις προκλήσεις του κόσμου, να συμμετέχει στο διάλογο με το κοινό και τις αρχές σε υψηλό επιπέδο,να μιλήσει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πολλοί απ'τους ενορίτες των ορθοδόξων εκκλησιών είναι άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Για την πνευματική καλλιέργεια αυτών των ατόμων ο ποιμένας πρέπει να έχει πνευματική εμπειρία καθώς και κατάλληλα θεολογικά και διανοητικά εργαλεία.Στη Ρωσική Εκκλησία εγκρίθηκε και εφαρμόζεται το πρόγραμμα της ηθικής εκπαίδευσης που στοχεύει στη δημιουργία όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για την προετοιμασία των ιερέων. Εκτός απ'αυτό βελτίωνεται το σύστημα της πνευματικής εκπαίδευσης.Σήμερα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργουν 5 Θεολογικές Ακαδημίες, 3 Ορθόδοξα Πανεπιστήμια, 2 θεολογικά Ινστιτούτα, 38 ιερατικές σχολές (σεμινάρια) και 39 θεολογικά κολλέγια.
Το θεολογικό δυναμικό της Ρωσικής Εκκλησίας δέχτηκε πλήγματα κατά τη διάρκεια των διωγμών και της στενόχωρης καταστάσεως στον ΧΧ αιώνα. Τώρα όμως αποκαθίσταται σταδιακά χάρη στη θρησκευτική μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο την ενίσχυση της θεολογικής κατάρτισης των πτυχιούχων των θρησκευτικών σχολείων. Οι επιστημονικές έρευνες, η επιδοκιμασία των αποτελεσμάτων τους στις θεολογικές συνδιασκέψεις, συναντήσεις και συνεντεύξεις - όλα αυτά - δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε την πλούσια κληρονομιά της Εκκλησίας, να την οδηγήσουμε στην υπηρεσία της σύγχρονης εποχής,σε αποφάσεις για τα θεολογικά ζητήματα που απειλούν την Ορθόδοξη ενότητα και χωρίζουν τον χριστιανικό κόσμο.Οι εξωτερικές δραστηριότητες της Εκκλησίας κατευθύνονται προς την διατήρηση των επαφών και του διαλόγου με την Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις χριστιανικές εκκλησίες, τις παραδοσιακές θρησκείες και θρησκευτικές κοινότητες, διεθνείς χριστιανικούς οργανισμούς, ξένες χώρες, διεθνείς οργανισμούς και τις ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις. Ο κύριος σκοπός αυτής της συνεργασίας είναι η μαρτυρία της πίστης, η στερέωση των παραδοσιακών αξιών, η προστασία των ηθικών καταστάσεων της ανθρώπινης ζωής. Χρησιμοποιώντας τις ευρωπαϊκές και άλλες διεθνείς πλατφόρμες, η Εκκλησία εκφράζει την γνώμη της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, για την ηθική της ευθύνη, για την πνευματική και πολιτιστική πολυμορφία των λαών του κόσμου. Γι αυτό το σκοπό,δημιουργήθηκαν εκκλησιαστικές αντιπροσωπείες στους διεθνείς οργανισμούς στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο, στη Γενεύη και στη Νέα Υόρκη. Μαζί με τους εκπροσώπους των παραδοσιακών θρησκείων, τους ανθρώπους της πίστης, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ανησυχία της για τις διεργασίες που οδηγούν στην ηθική αδιαφορία της σύγχρονης κοινωνίας, την κοσμικοποίηση της δημόσιας σφαίρας,τις προσπάθειες του κόσμου να εξωθήσει την θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, αιτιολογώντας την αμαρτία και τα ηθικά εγκλήματα. Ωστόσο, δεν υπάρχει θέμα συμμετοχής των εκπροσώπων των παραδοσιακών θρησκειών σε κοινές προσευχές ή θρησκευτικές τελετές και πολύ περισσότερο για τις προσπάθειες να ενοποιηθούν τα θρησκευτικά δόγματα, αλλά, αντιθέτως, στις συνεδριάσεις κάθε φορά οι συμμετέχοντες εκδηλώνουν την μεγάλη σημασία της διατηρήσεως των δικών τους πεποιθήσεων και ηθικών συστημάτων. Με σκοπό τη συνδιασμένη μαρτυρία στον κόσμο ύπο τον όρο της δογματικής ακεραιότητας, στη Μόσχα, τον Ιούλιο του 2006, πραγματοποιήθηκε μια διάσκεψη των θρησκευτικών ηγετών του κόσμου, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των θρησκευτικών κοινοτήτων από διάφορες χώρες.
Το ιστορικό γεγονός της επανενώσεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο εξωτερικό, ήταν συνέπεια της αναβιώσεως της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία. Ο μακρόχρονος διαχωρισμός των αδελφών στο πνεύμα και στο αίμα, η αιτία του οποίου ήταν τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου κατά τη δεύτερη δεκαετία του ΧΧ αιώνα, ήταν αιμορραγική πληγή στο σώμα της Εκκλησίας.Για να ξεπεραστεί η διαίρεση αυτή έγιναν μεγάλες προσπάθειες εκ μέρους των δύο εκκλησιών και, μεταξύ άλλων, από τις δημόσιες αρχές. Αν και υπήρχε κάποια αντίσταση από τους αντιπάλους της επανενώσεως, το συμβάν έλαβε χώρα, και η ημέρα 17 Μαΐου 2007, χωρίς αμφιβολία, ήταν η αρχή μιας νέας περιόδου για την οικοδόμηση της εκκλησιαστικής ενότητας.
Η Ρωσική Εκκλησία προσπαθεί να παρέχει έγκαιρη και αναγκαία αξιολόγηση των φαινομένων που αντιμετωπίζουμε στην εποχή μας, όπως η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κοινωνίας και οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σ'αυτή. Συσσωρευμένο από την Εκκλησία θεολογικό και πνευματικό δυναμικό, η βοήθεια στους εμπειροτέχνες από διάφορους τομείς της επιστήμης και της γνώσης,επέτρεψαν να δημιουργηθεί ένα ντοκουμέντο, το οποίο αποκαλείται «Οι βάσεις της κοινωνικής αντιλήψεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Αυτό το έγγραφο εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο του 2000 και περιέχει την αντίληψη της Εκκλησίας σχετικά με τέτοια θέματα όπως η Εκκλησία και το έθνος, η Εκκλησία σε σχέση με το κράτος και την πολιτική , μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και παραδόσεως, εξετάζει τέτοιες κατηγορίες όπως: ιδιοκτησία, ο πόλεμος και η ειρήνη, το έγκλημα, η τιμωρία και η αποκατάσταση, θίγοντας τα ηθικά ζητήματα της βιοηθικής και της οικολογίας.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Εκκλησία απέκτησε ανεκτίμητη εμπειρία της διακονίας στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους σήμερα έχουν μια ιδιαιτερότητα που τις διακρίνει από όλες τις προηγούμενες ιστορικές φάσεις της ανάπτυξης αυτών των σχέσεων. Ο συμφωνητικός,συνεργατικός χαρακτήρας του σημερινού διαλόγου της Εκκλησίας και της κυβερνήσεως είναι νέο,καινοφανές μοντέλο στις σχέσεις τους, το οποίο δεν έχει αντιστοιχία στην ιστορία της Ρωσίας. Ιστορικά, οι σχέσεις της Εκκλησίας και του αρχαίου ρωσικού κράτους βασίζονταν στις αρχές της μη επεμβάσεως στις εσωτερικές υποθέσεις αλλήλων και την αμοιβαία υποστήριξη .Το κράτος χρειαζόταν την Εκκλησία σαν μια δύναμη ικανή για πνευματική, ηθική και πολιτιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας και η Εκκλησία στηριζότανε στην προστασία της αποστολής της από το κράτος καθώς και στην υλική υποστήριξη. Κατά την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου στο πρώτο τέταρτο του XVIII αιώνα, η Εκκλησία έχασε την αυτονομία της και έγινε κρατική υπηρεσία. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 η Εκκλησία χωρίζεται από το κράτος,διώχνεται από τη δημόσια σφαίρα, η ίδια η ύπαρξή της ήταν σε κίνδυνο, και οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους είχαν επεισοδιακό χαρακτήρα χωρίς σύστημα στη βάση τους. Οι αλλαγές στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους εμφανίστηκαν μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 90. Αυτές αποτέλεσαν τη βάση για την οικοδόμηση του σύγχρονου συστήματος σχέσεων μεταξύ της Εκκλησίας και του κράτους.
Σήμερα η Εκκλησία επιχειρεί να χτίσει μια εταιρική σχέση με το κράτος και με τους διάφορους δημόσιους φορείς. Στο διάλογο με την εξουσία η Εκκλησία έχει ισότιμη φωνή και είναι σε θέση να μιλήσει για πρωτοβουλίες και σχέδια και να εκφράσει την ανησυχία της προς την οικονομική ή κοινωνική πολιτική του κράτους.Το χτίσιμο των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους βασίζεται στην κρατική νομοθεσία, που αντανακλάται στο βασικό νόμο της χώρας - στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία για την θρησκεία, καθώς και στον πραγματικό ρόλο και στη σημασία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως θρησκεία που επηρέασε τη μόρφωση και τον πολιτισμό του κράτους στην ιστορική διεργασία. Το Σύνταγμα παρουσιάζει τη Ρωσία ως μια κοσμική χώρα και υποδείχνει ότι καμία θρησκεία δεν μπορεί να καθιερωθεί ως δημόσια ή υποχρεωτική και οι θρησκευτικές κοινότητες είναι ξεχωρισμένες από το κράτος και ίσες ενώπιον του νόμου.
Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες του Συντάγματος δεν εμποδίζουν το κράτος να καθορίσει τις προτεραιότητες όσον αφορά τις σχέσεις με τις θρησκευτικές οργανώσεις, ανάλογα με τη συμβολή τους στην ιστορική παράδοση και στον πολιτισμό του λαού, με την αξία τους στην κοινωνία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια επεκτείνεται η υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ της Εκκλησίας και διαφόρων ομοσπονδιακών και περιφερειακών υπουργείων και υπηρεσιών, καθώς και μεμονωμένων οργανισμών.
Αυτό αφορά επιστημονικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολλές άλλες σφαίρες των κοινών δραστηριοτήτων. Με τα αντίστοιχα ειδικά κρατικά όργανα η Εκκλησία υπέγραψε συμφωνίες συνεργασίας.
Η εδαφική οργάνωση της Εκκλησίας επιτρέπει να διατηρηθούν σχέσεις,
να επεξεργαστούν και να εφαρμοστούν τα κοινωνικά προγράμματα σε διάφορους τομείς της δημόσιας ζωής, μαζί με δημοτικά και κρατικά όργανα σε ενορικό τοπικό επίπεδο, καθώς και στο περιφερειακό επίπεδο επισκοπής, στο κρατικό επίπεδο όλης της Εκκλησίας γενικά. Στι σύγχρονες συνεργατικές σχέσεις του κράτους και της Εκκλησίας υπάρχουν και μειονεκτήματα που σχετίζονται με την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης αυτών των σχέσεων, οι οποίες, αφενός, να καθοδηγούν αυτές τις σχέσεις στον αμοιβαίο επωφελή καμβά και για τις δύο πλευρές και από την άλλη πλευρά, να παρέχουν στα μέρη τις εγγυήσεις των εκτελέσεων των αμοιβαίων υποχρεώσεων.
Ένα άλλο σημαντικό μειονέκτημα της συντηρήσεως των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και κρατικών Τμημάτων είναι ο γραφειοκρατικός παράγοντας. Σε ένα υπηρεσιακό προϊστάμενο οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας μπορούν να έχουν εποικοδομητικές σχέσεις, αλλά με τον ερχομό ενός άλλου υπαλλήλου, η κατάσταση θα αλλάξει. Η αντίσταση ορισμένων υπαλλήλων στις πρωτοβουλίες και τα έργα της Εκκλησίας, και ενίοτε η απλή απροθυμία για διάλογο μπορεί να εμποδίζει σημαντικά την ανάπτυξη των Εκκλησιαστικών-Κρατικών σχέσεων προς ορισμένες κατευθύνσεις. Σήμερα, με μεγάλη δυσκολία υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Ρώσων μαθητών να λαμβάνουν γνώσεις στο μάθημα «Βασικές αρχές του Ορθοδόξου Πολιτισμού». Το μάθημα βασίζεται στην αρχή της προαιρετικής εκπαίδευσης στον τομέα «πνευματικός και ηθικός του πολιτισμός». Στον εκπαιδευτικό τομέα μπορούν να εισάγονται και άλλα θρησκευτικά και πολιτιστικά μαθήματα καθώς και κοσμική ηθική, όλα αυτά επιλέγονται από τους μαθητές. Στις Ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Αυστρία, υπάρχει η εμπειρία της διδασκαλίας στα σχολεία, της ιστορίας και του πολιτισμού της θρησκείας, καθώς και άλλων θρησκευτικών μαθημάτων. Είναι σταθερή πρακτική που δεν προκαλεί αμηχανία. Στη Ρωσία, κάποιοι υπάλληλοι της εκπαίδευσης δε βιάζονται να δεχτούν προτάσεις της Εκκλησίας, και το πρόβλημα της πλήρους διδασκαλίας των «Βασικών αρχών του Ορθοδόξου Πολιτισμού» παραμένει άλυτο στη χώρα για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Το ίδιο το κράτος δεν είναι πάντοτε πρόθυμο να δεχθει τις πρωτοβουλίες της Εκκλησίας. Έτσι, δεν έχει ακόμα λυθεί θετικά το ζήτημα της εισαγωγής στις στρατιωτικές μονάδες του θεσμού των στρατιωτικών ιερέων, που είναι μια παγκόσμια πρακτική.
Εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά στον τομέα της κοινωνικής συνεργασίας του κράτους και της Εκκλησίας στο τμήμα χρηματοδοτήσεων των κοινωνικών δραστηριοτήτων των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Αλλά, τέτοια παραδείγματα δεν είναι δείκτης του γενικού επιπέδου των σχέσεων της Εκκλησίας και του κράτους. Μέχρι σήμερα, σε ομοσπονδιακό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, υλοποιούνται πολλά κοινά εκκλησιαστικά -κρατικά και εκκλησιαστικά- κοινωνικά προγράμματα στους τομείς της επιστήμης και της κοινωνίας, της άμυνας και της επιβολής του νόμου, καθώς και στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Αυτή η συνεργασία βασίζεται στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την ενίσχυση στην κοινή συνείδηση των παραδοσιακών πνευματικών και πολιτιστικών αξιών, που αποτελούν τη βάση της πρωτοτυπίας του λαού μας ιστορικά.
Μια δραστήρια δημόσια στάση της Εκκλησίας, η στενή της συνεργασία με τους κρατικούς και τους κοινωνικούς θεσμούς, η παρουσία της Εκκλησίας σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αν και ορισμένοι, δυσαρεστημένοι μέσα στην Εκκλησία ή εξωτερικοί της εχθροί, είναι αντίθετοι σε μια τέτοια παρουσία, η Εκκλησία ποτέ δεν μπαίνει σε εθελοντική εξορία, κατακόμβες και σπηλιές, απομονώνοντας τον εαυτό της από τον έξω κόσμο. Αυτό είναι αδύνατο, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τη φύση της Εκκλησίας που έχει ως αποστολή να προχωρήσει και να διδάσκει τους λαούς (Mθ 28, 19), καθώς επίσης γιατί η Εκκλησία στρέφεται στους ανθρώπους αντοποκρινόμενη στις ανάγκες και στις παρακλήσεις τους. Θα ήταν απαράδεκτο να απομακρυνθούμε από αυτούς τους ανθρώπους υποκριτικά.
Η αναβίωση της εκκλησιαστικής ζωής στη Ρωσία, στις διάφορες μορφές της, είναι η βάση για την ευημερία και την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, στην οποία οι καθημερινές μέριμνες των ανθρώπων αρμονικά θα συμπληρώνονταν από την επιδίωξη για πνευματική τελειότητα.
Комментарии ():
Написать комментарий: