Το σημερινό Ευαγγέλιο δεν μιλάει μόνο για αμαρτία και μετάνοια, μα και για συγχώρεση που μας δίνεται από το Θεό. Όταν ο άσωτος υιός, μέσα από πόνους, μέσα από το να είναι χωρίς πατρίδα, να είναι απορριμένος, μέσα από στερήσεις και μοναξιά, συνήλθε, αναχώρησε προς το πατρικό σπίτι. Όταν ήταν ακόμα μακριά - τουλάχιστον μπορούσε κιόλας να δεί τα περιγράμματά του - ο πατέρας, ο οποίος μάλλον έβγαινε πολλές φορές στο μπαλκόνι για να κοιτάξει μακριά, προσδοκώντας την επιστροφή του υιού του, τον είδε. Το Ευαγγέλιο μας λέει ότι την καρδιά του φλόγισε η συμπόνια και η τρυφερότητα. Τον σπλαχνίστηκε. Χωρίς να περιμένει να φτάσει ο γιός του, ο γέρος, κάποτε ταπεινωμένος και προσβεβλημένος από την αμαρτία και αναισθησία του γιού του, τρέχει να τον συναντήσει. Και έβαλε το κεφάλι του στους ώμους του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε.
Έτσι συναντιόμαστε ο ένας με τον άλλον, όταν βλέπουμε ότι από μακριά, από εκείνη τη μακρινή χώρα, από όπου η αμαρτία φέρνει τον καθένα από μας κάποια στιγμή στη ζωή (και καμια φορά και συχνά), επιστρέφει ο πρώην φίλος μας, ένας γνωστός, ένας σύντροφος, ένας από τους δικούς μας? Έτσι τον υποδεχόμαστε?
Πάνω από όλα, απομένει η αγάπη μας πάντα τόσο ακλόνητη, ώστε συνέχεια βγαίνουμε έξω στο κατώφλι του σπιτιού μας, του κοινού μας σπιτιού, - δηλαδή εκείνου του σπιτιού που είναι η εικόνα της κοινωνίας μας – και βλέπουμε μακριά ελπίζοντας να γυρίσει ο φίλος μας? Και όποτε βλέπουμε ότι έρχεται προς εμάς ένας άνθρωπος που ήταν κοντινός μας, μα έγινε μακρινός, συχνά τότε φλογίζεται η καρδιά μας από την παλιά μας αγάπη, τρυφερότητα, ευσπλαχνία? Συχνά κάνουμε εμείς το πρώτα βήμα να τον συναντήσουμε, χωρίς να περιμένουμε πρώτα να μας πεί ότι λυπάται, μετανιώνει και αποδέχεται το λάθος του? Αγκαλιάζουμε τον άνθρωπο, του φερόμαστε με τρυφερότητα, τον παρηγορούμε για το ότι δεν φέρθηκε αντάξια στην αγάπη ή τη φιλία μας?
Άραγε, δεν φερόμαστε πιο συχνά όπως εκείνος ο άλλος γιός, που δεν έφταιξε σε τίποτα απέναντι στον πατέρα του, ο οποίος, όταν γύρισε από τα χωράφια και άκουσε πως χαίρονταν οι άνθρωποι στο πατρικό του σπίτι, δεν ήθελε να συμμετέχει σ΄αυτή τη χαρά πριν να μάθει γιατί είναι τόσο χαρούμενοι. Τί χαρά υπάρχει εδώ χωρίς εμένα? Και όταν έμαθε ότι γύρισε ο μικρός του αδελφός, ο οποίος είχε χαθεί, δεν ήθελε να μπεί μέσα στο σπίτι.
Ο αμαρτωλός αδελφός του, αφού είχε καταλάβει ό,τι έκανε και σε τι κατάσταση είχε φτάσει εκεί, στη μακρινή χώρα, αντιμετώπισε ντροπή και φόβο, όπως και τις αμφιβολίες του πώς θα τον δεχτούν στο σπίτι του και πήγε στον πατέρα του. Εκείνος, ο έντιμος, όμως, στέκεται έξω από το σπίτι, όπου χαίρονται οι άνθρωποι που ο χαμένος επέστρεψε στη ζωή, και περιμένει να του ζητήσει ο πατέρας να συμμετέχει στην κοινή χαρά τους. „Χαίρομαι εγώ, χαίρονται οι δούλοι, χαίρεται ο αδελφός σου. Έλα να χάρεις κι εσύ μαζί μας!“ Ο πατέρας δεν μπορεί να του ζητήσει να φέρει τη δική του χαρά μέσα στη κοινή χαρά, γιατί είναι σαφές: Αυτός ο έντιμος δεν χαίρεται που ο χαμένος έχει σωθεί.
Ακούστε, τί λέει ο πατέρας και τί ο έντιμος γιός. Στρεφόμενος προς τον πατέρα, αυτός ο έντιμος γιός λέει: «Για όλα τα χρόνια έντιμης ζωής και δουλειάς δεν μου πλήρωσες τίποτα.“ Λες και είναι εργάτης! „Αλλά όταν γύρισε „αυτός ο γιός σου“ έσφαξες το σιτευτό μοσχάρι!“. Και ο πατέρας του απαντάει: „Άραγε δεν πρέπει να χαιρόμαστε, που ο αδελφός σου έχει επιστρέψει?“ Ο έντιμος βλέπει στον άσωτο μόνο τον αμαρτωλό γιό του πατέρα του. Δεν μπορεί να τον δεχτεί πια ως αδελφός. Ο Πατέρας του θυμίζει ότι, αν ο άσωτος είναι γιος του, τότε είναι και αδελφός για τον έντιμο.
Λέω ξανά. Πόσο συχνά υποδεχόμαστε έναν άνθρωπο που αμάρτησε – και μάλιστα όχι προς εμάς, μα γενικά φέρθηκε άσχημα – σαν αδελφό μας? Δεν λέμε πιο συχνά: „ο γιός σου“, τον περιφρονούμε και τον αποφεύγουμε? Συχνά αποδεχόμαστε ότι είναι αδελφός μας, είναι ο δικός μας, οτιδήποτε και αν έχει κάνει? Αν είναι πολύτιμος για τον πατέρα, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι πολύτιμος και για μένα. Εμείς, όμως, μοιάζουμε με τον γιό που θεωρούσε τον εαυτό του έντιμο, γιατί δούλευε καλά, παρόλο που ήταν μακριά από το πνεύμα του πατέρα.
Και κάτι άλλο ακόμα. Ο πατέρας δεν αφήνει τον άσωτο γιό του να ζητήσει να πον πάρει σαν εργάτη. Δεν μπορεί να το κάνει ο πατέρας. Μπορεί να τον υποδέχεται μόνο ως γιό.
Και διατάζει τους δούλος: Φέρτε τα παλιά του ενδύματα – όχι τα καλύτερα που υπάρχουν στο σπίτι, για να αιθανθεί σαν ξένος στα ξένα ενδύματα - μα εκείνα τα ενδύματα που φορούσε πριν γίνει ξένος σ΄αυτό το σπίτι, πριν τα πετάξει από τους ώμους του για να ντυθεί αλλιώς, όπως ντύνεται κανείς στη μακρινή χώρα.
Και όταν φόρεσε, στη θέση των κουρελιών του, τα δικά του παλιά ενδύματα που τα είχε συνηθίσει, που του ταίριαζαν, ο πατέρας διέταξε να του φορέσουν το δαχτυλίδι. Όχι κάποιο δαχτυλίδι, μα εκείνο, με τον οποίο ένας άνθρωπος, την αρχαιότητα, όταν οι άνθρωποι ήταν ακόμα αγράμματοι, επικύρωνε κάθε του επιστολή. Ένα δαχτυλίδι που έδινε σ΄εκείνον που το είχε εξουσία πάνω σ΄ έναν άνθρωπο, εξουσία ζωής και θανάτου, δύναμη για να τον καταστρέφει, δύναμη για να τον δυσφημίσει.
Γιατί ο πατέρας το έκανε? Γιατί δεν απαίτησε πρώτα αποδείξεις ότι ο γιός έχει μετανοιώσει? Επειδή, αν είχε αντιμετωπίσει την ντροπή και τον φόβο του γυρισμού, ο πατέρας ήταν σίγουρος ότι έχει επιστρέψει για πάντα στο σπίτι του.
Έτσι φερόμαστε? Όταν μας πλησιάζει ένας άνθρωπος, όταν επιστρέφει ένας άνθρωπος που ήταν κάποτε πολύτιμος για μας, που, όμως, είχε προσβάλει εμάς ή κάποιον άλλον – μάλιστα όχι τόσο κοντινό μας – του δίνουμε όλα όσα είχε πριν? Τον τυλίγουμε με την παλιά θερμότητα? Είμαστε πρόθυμοι να του δώσουμε το δαχτυλίδι, με το οποίο μπορεί να υπογράψει κάθε μας γράμμα?
Όχι. Και γι΄αυτό οι συμφιλιώσεις ανάμεσά μας δεν είναι σταθερές. Γι΄αυτό είναι τόσο τρομερό το να πάς να συμφιλιωθείς, γιατί ξέρεις ότι δεν βρίσκεις τον πατέρα, μα την ψεύτικη αρετή, την ψεύτικη εντιμότητα, η οποία ξέρει να ταπεινώνει τον άλλο, λέγοντας: δεν είσαι αδελφός για μένα, αν και Εκείνος σε δέχεται, όπως και εμένα, ώς γιό.
Ας συλλογιστούμε σχετικά με τη συγχώρεση, γιατί σε λίγο θα είναι η Κυριακή της Συγχώρεσης. Να μην γίνει για μας ξαφνικά! Να μην αποδειχτεί ότι δεν είμαστε ικανοί να συγχωρήσουμε. Να μη γίνει αυτή η αδυναμία χαρακτηριστικό μας το να αποφεύγουμε εκείνους, που τη μετάνοια,τον πόνο, τα δάκρυα και τις ψυχικές θλίψεις τους έχει δεχτεί ο Κύριος και τους έχει συγχωρέσει.
Αμήν