Την ιστορία για την Χαναναία, την οποία ο Χριστός άκουσε τελικά, αφού εκείνη Του είχε ζητήσει επίμονα να θεραπεύσει την κόρη της, την ξέρουμε καλά και την αγαπάμε. Πόσα μπορούμε να μάθουμε από αυτή!
Εκείνη η γυναίκα ήρθε με ψυχικό πόνο και βασανισμένη καρδιά γιατί η κόρη της ήταν άρρωστη. Ζήτησε από τον Χριστό να τη θεραπεύσει. Ο Χριστός, όμως, κάνει σαν να μην την ακούει. Όταν η γυναίκα του ζητάει ξανά και ξανά, όταν επιμένει να τη βοηθήσει, απαντάει: Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες. Η γυναίκα Τον κοίταξε στα μάτια και δεν είδε καμία σκληρότητα στο πρόσωπό Του, καμία άκαρδη αδιαφορία. Είδε, μάλλον, ενα χαμόγελο, ένα χαμόγελο γεμάτο με άπειρη, τρυφερή αγάπη, που της έλεγε: Έλα, να ζητάς ξανά, να επιμένεις, να συνεχίζεις, γιατί έχεις δίκαιο!
Και εκείνη Του ζήτησε πάλι: Ναι, στο τραπέζι τρώνε οι κύριοι, μα και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους! ... Αυτή η κουβέντα - τόσο θερμή, τόσο ανθρώπινη – μας δείχει ακόμα μια φορά τον ανθρωπισμό του Θεού, την γνήσια φιλανθρωπία Του, την ικανότητα να ακούσει τα πάντα, πάντα να αποκρίνεται με την καρδιά Του, πάντα να στρέφεται σε μας με ένα χαμόγελο, λέγοντας: Πραγματικά ζητάς με όλη την πεποίθησή σου? Είσαι σίγουρος? Και αν Του πούμε: Ναι, Κύριε, είμαι σίγουρος. Από το βάθος της ανάγκης μου, από το βάθος της πεποίθησής μου στρέφομαι σε Σένα, όχι σε κάποιον άλλον, αλλά σε Σένα, Κύριε και Θεέ μου – ο Χριστός μας απαντάει.
Ο Χριστός δεν αποκρίνεται μόνο στην παράκλησή της. Εκπληρώνει περισσότερα από όσα Του έχει ζητήσει. Μαθαίνει τους μαθητές – και μαζί τους όλους μας – κάτι πολύ σημαντικό. Εδώ και πολλούς αιώνες ακούμε αυτή την ιστορία. Όταν διαλογιζόμαστε για τον εαυτό μας, για τέτοια ζητήματα, τα οποία τόσο πολλοί λόγιοι της αρχαιότητας έθεταν για τον άνθρωπο, για την ψυχή του, για τον άνθρωπο ολόκληρο – άραγε δεν θα μπορούσαμε να μαθαίνουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο και πρακτικό?
Στρεφόμαστε στον Θεό, όταν βρισκόμαστε σε ανάγκη. Του ζητούμε βοήθεια, να πάρει το βάρος από τους ώμους μας. Ναι. Μα δεν συμβαίνει και συχνά και το να σταματάμε σε λίγες μέρες να ζητούμε, αποστρεφόμαστε και λέμε: Γιατί ζητούμε τον Θεό? Γιατί προσευχόμαστε σ΄Αυτόν? Δεν μας ακούει. Δεν συμμετέχει, δεν μας αποκρίνεται. Καμία απάντηση, καμία αντίδραση. Φωνάζω σε έναν άδειο ουρανό. Πού είναι ο Θεός? Μήπως δεν αξίζει καθόλου τον κόπο να προσεύχομαι? ... Και εδώ η Χαναναία μας λέει: Ναι, το αξίζει, επειδή δεν σε δοκιμάζει σκληρόκαρδα. Στη σιωπή Του σε ρωτάει: Είσαι σίγουρος? Όντως θέλεις να θεραπευθείς? Πραγματικά ήρθες σε Μένα? Είμαι για σένα η τελευταία ελπίδα σου? Έισαι έτοιμος να δεχτείς ό,τι ζητάς? Με ταπεινοφροσύνη, όχι σαν κάτι που πρέπει, για το οποίο έχεις ενα δικαίωμα, αλλά σαν δώρο της ευσπλαχνίας, του ελέους, της τρυφερής φροντίδας του Θεού?
Τώρα πλησιάζουμε στις εβδομάδες, οι οποίες θέλουν να μας ετοιμάσουν για τη Σαρακοστή. Συνήθως αυτή την Κυριακή διαβάζεται το Ευαγγέλιο για τον Βαρτιμαίο. Ο Μάρκος και ο Λουκάς μας παραδίδουν την ιστορία ενός δυστυχισμένου που είχε προσπαθήσει τα πάντα για να θεραπευθεί: και τις δικές του γνώσεις και τη σοφία και τις ικανότητες άλλων ανθρώπων – μα όλα μάταια. Και ξαφνικά βρέθηκε δίπλα στο Χριστό. Εκείνος δεν ήρθε γι΄αυτόν, μα πέρασε τυχαία στο δρόμο, όπου κάθισε ο τυφλός και ζητιάνευε. Το μόνο που του έμεινε, γιατί δεν περίμενε πια καμία θεραπεία. Τουλάχιστον να επιζήσει και να έχει κάτι να φάει. Και ξαφνικά φλογίστηκε μέσα του καινούργια ελπίδα. Κάποιος περνάει στο δρόμο και το πλήθος φωνάζει κάπως ασυνήθιστα. Δεν είναι απλά ενα καραβάνι, δεν είναι απλοί διαβάτες, είναι ενα πλήθος ανθρώπων, μαζεμένων γύρω σε κάτι ασυνήθιστο. Υπάρχει κάτι, που οι άνθρωποι συνκεντρώνονται γύρω του. Και ο τυφλός φωνάζει και ρωτάει, ποιός περνάει. Και όταν άκουσε Ποιός, άρχισε να ουρλιάζει βοήθεια. Και ο Χριστός τον βοήθησε. Του επέστρεψε την οπτική δύναμη. Θεράπευσε τη τυφλότητά του.
Βλέποντας αυτές τις δυο ιστορίες, άραγε δεν μπορούμε να μάθουμε κάτι πολύ σημαντικό? Η ψυχή μας είναι άρρωστη, η ζωή μας μαραίνεται. Μιλάω για την αιώνια ζωή, όχι πια για τη ζωή του σώματός μας. Κάτι πεθαίνει μέσα μας και πρέπει να μαθαίνουμε από τη Χαναναία και από τον Βαρτιμαίο να φωνάζουμε από το βάθος της ψυχής μας, από το βάθος της απόγνωσής μας, από το βάθος της απελπισμένης καρδιάς μας, από το βάθος της αδιέξοδου πόνου, από το βάθος της αμαρτίας, από το βάθος όλων όσα μας καταστρέφουν. Να φωνάξουμε, να κραυγάσουμε με δάκρυα: Σε πιστεύω, Κύριε, εμπιστεύομαι τη σιωπή Σου, όπως θα εμπιστευόμουν και το λόγο Σου. Και τότε, αν μόνο μπορούμε να εμπιστευτούμε εντελώς, θα ακούσουμε τον Κύριο να πεί: Μπορείς να βλέπεις! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μην φοβάσαι τίποτα! Το σπίτι σου είναι το πιο βαθυ θεμέλιο της ύπαρξής σου, είναι εκεί, όπου είσαι ζωντανός, γιατί το παιδί σου ζεί, η ψυχή σου είναι ζωντανή, η ζωή επέστρεψε!
Ας μπούμε σ΄αυτές τις εβδομάδες πριν τη Σαρακοστή με αυτή τη θαυμάσια έμπνευση από τον ίδιο τον Κύριο. Με εκείνη τη γνήσια ελπίδα, με εκείνη την πεποίθηση που μας δίνει, ας αρχίσουμε τον δρόμο για να είμαστε έποιμοι, όταν αρχίσει η Σαρακοστή, να περάσουμε την τυφλότητα για να βλέπουμε!
Αμήν